διαδηλώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διαδηλώνω • (diadilóno) (past διαδήλωσα, passive διαδηλώνομαι, p‑past διαδηλώθηκα, ppp διαδηλωμένος)
- (politics) to demonstrate, protest; literally: "I demonstrate/protest"
Conjugation
[edit]διαδηλώνω διαδηλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαδηλώνω | διαδηλώσω | διαδηλώνομαι | διαδηλωθώ |
2 sg | διαδηλώνεις | διαδηλώσεις | διαδηλώνεσαι | διαδηλωθείς |
3 sg | διαδηλώνει | διαδηλώσει | διαδηλώνεται | διαδηλωθεί |
1 pl | διαδηλώνουμε, [‑ομε] | διαδηλώσουμε, [‑ομε] | διαδηλωνόμαστε | διαδηλωθούμε |
2 pl | διαδηλώνετε | διαδηλώσετε | διαδηλώνεστε, διαδηλωνόσαστε | διαδηλωθείτε |
3 pl | διαδηλώνουν(ε) | διαδηλώσουν(ε) | διαδηλώνονται | διαδηλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαδήλωνα | διαδήλωσα | διαδηλωνόμουν(α) | διαδηλώθηκα |
2 sg | διαδήλωνες | διαδήλωσες | διαδηλωνόσουν(α) | διαδηλώθηκες |
3 sg | διαδήλωνε | διαδήλωσε | διαδηλωνόταν(ε) | διαδηλώθηκε |
1 pl | διαδηλώναμε | διαδηλώσαμε | διαδηλωνόμασταν, (‑όμαστε) | διαδηλωθήκαμε |
2 pl | διαδηλώνατε | διαδηλώσατε | διαδηλωνόσασταν, (‑όσαστε) | διαδηλωθήκατε |
3 pl | διαδήλωναν, διαδηλώναν(ε) | διαδήλωσαν, διαδηλώσαν(ε) | διαδηλώνονταν, (διαδηλωνόντουσαν) | διαδηλώθηκαν, διαδηλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαδηλώνω ➤ | θα διαδηλώσω ➤ | θα διαδηλώνομαι ➤ | θα διαδηλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαδηλώνεις, … | θα διαδηλώσεις, … | θα διαδηλώνεσαι, … | θα διαδηλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαδηλώσει έχω, έχεις, … διαδηλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαδηλωθεί είμαι, είσαι, … διαδηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαδηλώσει είχα, είχες, … διαδηλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαδηλωθεί ήμουν, ήσουν, … διαδηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαδηλώσει θα έχω, θα έχεις, … διαδηλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαδηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαδηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διαδήλωνε | διαδήλωσε | — | διαδηλώσου |
2 pl | διαδηλώνετε | διαδηλώστε | διαδηλώνεστε | διαδηλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαδηλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαδηλώσει ➤ | διαδηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαδηλώσει | διαδηλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: δηλώνω (dilóno, “declare”)
- αντιδιαδήλωση f (antidiadílosi, “counter-demonstration”)
- διαδήλωση f (diadílosi, “demonstration”)
- διαδηλωτής m (diadilotís, “demonstrator”)
- διαδηλώτρια f (diadilótria, “demonstrator”)