From επαν- ( “ re- ” ) + ιδρύω ( “ found ” ) .
IPA (key ) : /e.pa.ni.ˈðri.o/
Hyphenation: ε‧πα‧νι‧δρύ‧ω
επανιδρύω • (epanidrýo ) (past επανίδρυσα , passive επανιδρύομαι )
to refound , reestablish
Synonyms: ανασυστήνω ( anasystíno ) , ανασυσταίνω ( anasystaíno ) , ιδρύω εκ νέου ( idrýo ek néou )
Επανιδρύθηκε το κόμμα με νέο όνομα.Epanidrýthike to kómma me néo ónoma.The party was refounded under a new name.
( less common ) to rebuild
επανιδρύω επανιδρύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επανιδρύω
επανιδρύσω
επανιδρύομαι
επανιδρυθώ
2 sg
επανιδρύεις
επανιδρύσεις
επανιδρύεσαι
επανιδρυθείς
3 sg
επανιδρύει
επανιδρύσει
επανιδρύεται
επανιδρυθεί
1 pl
επανιδρύουμε , [‑ομε ]
επανιδρύσουμε , [‑ομε ]
επανιδρυόμαστε
επανιδρυθούμε
2 pl
επανιδρύετε
επανιδρύσετε
επανιδρύεστε , επανιδρυόσαστε
επανιδρυθείτε
3 pl
επανιδρύουν (ε )
επανιδρύσουν (ε )
επανιδρύονται
επανιδρυθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επανίδρυα
επανίδρυσα
επανιδρυόμουν (α )
επανιδρύθηκα
2 sg
επανίδρυες
επανίδρυσες
επανιδρυόσουν (α )
επανιδρύθηκες
3 sg
επανίδρυε
επανίδρυσε
επανιδρυόταν (ε )
επανιδρύθηκε
1 pl
επανιδρύαμε
επανιδρύσαμε
επανιδρυόμασταν , (‑όμαστε )
επανιδρυθήκαμε
2 pl
επανιδρύατε
επανιδρύσατε
επανιδρυόσασταν , (‑όσαστε )
επανιδρυθήκατε
3 pl
επανίδρυαν , επανιδρύαν (ε )
επανίδρυσαν , επανιδρύσαν (ε )
επανιδρύονταν , (επανιδρυόντουσαν )
επανιδρύθηκαν , επανιδρυθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επανιδρύω ➤
θα επανιδρύσω ➤
θα επανιδρύομαι ➤
θα επανιδρυθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επανιδρύεις , …
θα επανιδρύσεις , …
θα επανιδρύεσαι , …
θα επανιδρυθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επανιδρύσει
έχω, έχεις, … επανιδρυθεί είμαι , είσαι , … επανιδρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επανιδρύσει
είχα, είχες, … επανιδρυθεί ήμουν , ήσουν , … επανιδρυμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επανιδρύσει
θα έχω, θα έχεις, … επανιδρυθεί θα είμαι, θα είσαι, … επανιδρυμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επανίδρυε
επανίδρυσε
—
επανιδρύσου
2 pl
επανιδρύετε
επανιδρύστε
επανιδρύεστε
επανιδρυθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επανιδρύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επανιδρύσει ➤
επανιδρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επανιδρύσει
επανιδρυθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.