Borrowed from Ancient Greek ἐπιστρέφω . Morphologically from επι- ( “ upon ” ) + στρέφω ( “ turn ” ) .
IPA (key ) : /e.piˈstɾe.fo/
Hyphenation: ε‧πι‧στρέ‧φω
επιστρέφω • (epistréfo ) (past επέστρεψα , passive επιστρέφομαι )
to return , come back
Synonym: επανέρχομαι ( epanérchomai )
to return , give back
to pay back
επιστρέφω επιστρέφομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επιστρέφω
επιστρέψω
επιστρέφομαι
επιστραφώ
2 sg
επιστρέφεις
επιστρέψεις
επιστρέφεσαι
επιστραφείς
3 sg
επιστρέφει
επιστρέψει
επιστρέφεται
επιστραφεί
1 pl
επιστρέφουμε , [‑ομε ]
επιστρέψουμε , [‑ομε ]
επιστρεφόμαστε
επιστραφούμε
2 pl
επιστρέφετε
επιστρέψετε
επιστρέφεστε , επιστρεφόσαστε
επιστραφείτε
3 pl
επιστρέφουν (ε )
επιστρέψουν (ε )
επιστρέφονται
επιστραφούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επέστρεφα
επέστρεψα
επιστρεφόμουν (α )
επιστράφηκα
2 sg
επέστρεφες
επέστρεψες
επιστρεφόσουν (α )
επιστράφηκες
3 sg
επέστρεφε
επέστρεψε
επιστρεφόταν (ε )
επιστράφηκε
1 pl
επιστρέφαμε
επιστρέψαμε
επιστρεφόμασταν , (‑όμαστε )
επιστραφήκαμε
2 pl
επιστρέφατε
επιστρέψατε
επιστρεφόσασταν , (‑όσαστε )
επιστραφήκατε
3 pl
επέστρεφαν , επιστρέφαν (ε )
επέστρεψαν , επιστρέψαν (ε )
επιστρέφονταν , (επιστρεφόντουσαν )
επιστράφηκαν , επιστραφήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επιστρέφω ➤
θα επιστρέψω ➤
θα επιστρέφομαι ➤
θα επιστραφώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επιστρέφεις , …
θα επιστρέψεις , …
θα επιστρέφεσαι , …
θα επιστραφείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επιστρέψει
έχω, έχεις, … επιστραφεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επιστρέψει
είχα, είχες, … επιστραφεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επιστρέψει
θα έχω, θα έχεις, … επιστραφεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επίστρεφε
επίστρεψε
—
(επιστρέψου )
2 pl
επιστρέφετε
επιστρέψτε
επιστρέφεστε
επιστραφείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επιστρέφοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επιστρέψει ➤
—
Nonfinite form➤
επιστρέψει
επιστραφεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: στρέφω ( stréfo , “ turn ” )