IPA (key ) : /ku.vaˈla.o/
Hyphenation: κου‧βα‧λά‧ω
κουβαλάω • (kouvaláo ) / κουβαλώ (past κουβάλησα , passive κουβαλιέμαι , p‑past κουβαλήθηκα , ppp κουβαλημένος )
( informal ) to carry
Synonym: μεταφέρω ( metaféro )
κουβαλάω / κουβαλώ, κουβαλιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κουβαλάω , κουβαλώ
κουβαλήσω
κουβαλιέμαι
κουβαληθώ
2 sg
κουβαλάς
κουβαλήσεις
κουβαλιέσαι
κουβαληθείς
3 sg
κουβαλάει , κουβαλά
κουβαλήσει
κουβαλιέται
κουβαληθεί
1 pl
κουβαλάμε , κουβαλούμε
κουβαλήσουμε , [‑ομε ]
κουβαλιόμαστε
κουβαληθούμε
2 pl
κουβαλάτε
κουβαλήσετε
κουβαλιέστε , (‑ιόσαστε )
κουβαληθείτε
3 pl
κουβαλάνε , κουβαλάν , κουβαλούν (ε )
κουβαλήσουν (ε )
κουβαλιούνται , (‑ιόνται )
κουβαληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κουβαλούσα , κουβάλαγα
κουβάλησα
κουβαλιόμουν (α )
κουβαλήθηκα
2 sg
κουβαλούσες , κουβάλαγες
κουβάλησες
κουβαλιόσουν (α )
κουβαλήθηκες
3 sg
κουβαλούσε , κουβάλαγε
κουβάλησε
κουβαλιόταν (ε )
κουβαλήθηκε
1 pl
κουβαλούσαμε , κουβαλάγαμε
κουβαλήσαμε
κουβαλιόμασταν , (‑ιόμαστε )
κουβαληθήκαμε
2 pl
κουβαλούσατε , κουβαλάγατε
κουβαλήσατε
κουβαλιόσασταν , (‑ιόσαστε )
κουβαληθήκατε
3 pl
κουβαλούσαν (ε ), κουβάλαγαν , (κουβαλάγανε )
κουβάλησαν , κουβαλήσαν (ε )
κουβαλιόνταν (ε ), κουβαλιόντουσαν , κουβαλιούνταν
κουβαλήθηκαν , κουβαληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κουβαλάω , θα κουβαλώ ➤
θα κουβαλήσω ➤
θα κουβαλιέμαι ➤
θα κουβαληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κουβαλάς , …
θα κουβαλήσεις , …
θα κουβαλιέσαι , …
θα κουβαληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κουβαλήσει έχω, έχεις, … κουβαλημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κουβαληθεί είμαι , είσαι , … κουβαλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κουβαλήσει είχα, είχες, … κουβαλημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κουβαληθεί ήμουν , ήσουν , … κουβαλημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κουβαλήσει θα έχω, θα έχεις, … κουβαλημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κουβαληθεί θα είμαι, θα είσαι, … κουβαλημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κουβάλα , κουβάλαγε
κουβάλησε , κουβάλα
—
κουβαλήσου
2 pl
κουβαλάτε
κουβαλήστε
κουβαλιέστε
κουβαληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κουβαλώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κουβαλήσει ➤
κουβαλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κουβαλήσει
κουβαληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.