From ξε- ( xe- ) + κλειδώνω ( kleidóno ) .[ 1]
IPA (key ) : /kse.kliˈðo.no/
Hyphenation: ξε‧κλει‧δώ‧νω
ξεκλειδώνω • (xekleidóno ) (past ξεκλείδωσα , passive ξεκλειδώνομαι , p‑past ξεκλειδώθηκα , ppp ξεκλειδωμένος )
( transitive ) to unlock
ξεκλειδώνω ξεκλειδώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξεκλειδώνω
ξεκλειδώσω
ξεκλειδώνομαι
ξεκλειδωθώ
2 sg
ξεκλειδώνεις
ξεκλειδώσεις
ξεκλειδώνεσαι
ξεκλειδωθείς
3 sg
ξεκλειδώνει
ξεκλειδώσει
ξεκλειδώνεται
ξεκλειδωθεί
1 pl
ξεκλειδώνουμε , [‑ομε ]
ξεκλειδώσουμε , [‑ομε ]
ξεκλειδωνόμαστε
ξεκλειδωθούμε
2 pl
ξεκλειδώνετε
ξεκλειδώσετε
ξεκλειδώνεστε , ξεκλειδωνόσαστε
ξεκλειδωθείτε
3 pl
ξεκλειδώνουν (ε )
ξεκλειδώσουν (ε )
ξεκλειδώνονται
ξεκλειδωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξεκλείδωνα
ξεκλείδωσα
ξεκλειδωνόμουν (α )
ξεκλειδώθηκα
2 sg
ξεκλείδωνες
ξεκλείδωσες
ξεκλειδωνόσουν (α )
ξεκλειδώθηκες
3 sg
ξεκλείδωνε
ξεκλείδωσε
ξεκλειδωνόταν (ε )
ξεκλειδώθηκε
1 pl
ξεκλειδώναμε
ξεκλειδώσαμε
ξεκλειδωνόμασταν , (‑όμαστε )
ξεκλειδωθήκαμε
2 pl
ξεκλειδώνατε
ξεκλειδώσατε
ξεκλειδωνόσασταν , (‑όσαστε )
ξεκλειδωθήκατε
3 pl
ξεκλείδωναν , ξεκλειδώναν (ε )
ξεκλείδωσαν , ξεκλειδώσαν (ε )
ξεκλειδώνονταν , (ξεκλειδωνόντουσαν )
ξεκλειδώθηκαν , ξεκλειδωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξεκλειδώνω ➤
θα ξεκλειδώσω ➤
θα ξεκλειδώνομαι ➤
θα ξεκλειδωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξεκλειδώνεις , …
θα ξεκλειδώσεις , …
θα ξεκλειδώνεσαι , …
θα ξεκλειδωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξεκλειδώσει έχω, έχεις, … ξεκλειδωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξεκλειδωθεί είμαι , είσαι , … ξεκλειδωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξεκλειδώσει είχα, είχες, … ξεκλειδωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξεκλειδωθεί ήμουν , ήσουν , … ξεκλειδωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξεκλειδώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεκλειδωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξεκλειδωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεκλειδωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξεκλείδωνε
ξεκλείδωσε
—
ξεκλειδώσου
2 pl
ξεκλειδώνετε
ξεκλειδώστε
ξεκλειδώνεστε
ξεκλειδωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξεκλειδώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξεκλειδώσει ➤
ξεκλειδωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξεκλειδώσει
ξεκλειδωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.