From ομάδ(α) ( omád(a) , “ group ” ) + -ο- ( -o- ) + -ποιώ ( -poió ) .
IPA (key ) : /o.ma.ðo.piˈo/
Hyphenation: ο‧μα‧δο‧ποι‧ώ
ομαδοποιώ • (omadopoió ) (past ομαδοποίησα , passive ομαδοποιούμαι , p‑past ομαδοποιήθηκα , ppp ομαδοποιημένος )
( transitive ) to group
ομαδοποιώ , ομαδοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ομαδοποιώ
ομαδοποιήσω
ομαδοποιούμαι
ομαδοποιηθώ
2 sg
ομαδοποιείς
ομαδοποιήσεις
ομαδοποιείσαι
ομαδοποιηθείς
3 sg
ομαδοποιεί
ομαδοποιήσει
ομαδοποιείται
ομαδοποιηθεί
1 pl
ομαδοποιούμε
ομαδοποιήσουμε , [-ομε ]
ομαδοποιούμαστε , ομαδοποιόμαστε
ομαδοποιηθούμε
2 pl
ομαδοποιείτε
ομαδοποιήσετε
ομαδοποιείστε , (ομαδοποιόσαστε )
ομαδοποιηθείτε
3 pl
ομαδοποιούν (ε )
ομαδοποιήσουν (ε )
ομαδοποιούνται
ομαδοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ομαδοποιούσα
ομαδοποίησα
ομαδοποιούμουν (α ), ομαδοποιόμουν (α )
ομαδοποιήθηκα
2 sg
ομαδοποιούσες
ομαδοποίησες
[ομαδοποιούσουν (α )], ομαδοποιόσουν (α )
ομαδοποιήθηκες
3 sg
ομαδοποιούσε
ομαδοποίησε
ομαδοποιούνταν , ομαδοποιόταν (ε ), {ομαδοποιείτο }
ομαδοποιήθηκε
1 pl
ομαδοποιούσαμε
ομαδοποιήσαμε
ομαδοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ομαδοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ομαδοποιηθήκαμε
2 pl
ομαδοποιούσατε
ομαδοποιήσατε
[ομαδοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ομαδοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ομαδοποιηθήκατε
3 pl
ομαδοποιούσαν (ε )
ομαδοποίησαν , ομαδοποιήσαν (ε )
ομαδοποιούνταν , ομαδοποιόνταν (ε ), (ομαδοποιόντουσαν ), {ομαδοποιούντο }
ομαδοποιήθηκαν , ομαδοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ομαδοποιώ ➤
θα ομαδοποιήσω ➤
θα ομαδοποιούμαι ➤
θα ομαδοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ομαδοποιείς , …
θα ομαδοποιήσεις , …
θα ομαδοποιείσαι , …
θα ομαδοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ομαδοποιήσει έχω, έχεις, … ομαδοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ομαδοποιηθεί είμαι , είσαι , … ομαδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ομαδοποιήσει είχα, είχες, … ομαδοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ομαδοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ομαδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ομαδοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ομαδοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ομαδοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ομαδοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ομαδοποίησε
—
ομαδοποιήσου
2 pl
ομαδοποιείτε
ομαδοποιήστε
ομαδοποιείστε
ομαδοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ομαδοποιώντας ➤
ομαδοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ομαδοποιήσει ➤
ομαδοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ομαδοποιήσει
ομαδοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.