προμηθεύω

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.miˈθe.vo/
  • Hyphenation: προ‧μη‧θεύ‧ω

Verb

[edit]

προμηθεύω (promithévo) (past προμήθευσα/προμήθεψα, passive προμηθεύομαι, p‑past προμηθεύθηκα/προμηθεύτηκα)

  1. to provide, supply
    Η οργάνωση προμήθευε καθαρό νερό στα παιδιά για δεκαετίες.
    I orgánosi promítheve katharó neró sta paidiá gia dekaetíes.
    The organisation provided clean water to the children for decades.

Conjugation

[edit]
[edit]

See also

[edit]