|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προμηθεύω
|
προμηθεύσω, προμηθέψω
|
προμηθεύομαι
|
προμηθευτώ, προμηθευθώ
|
2 sg
|
προμηθεύεις
|
προμηθεύσεις, προμηθέψεις
|
προμηθεύεσαι
|
προμηθευτείς, προμηθευθείς
|
3 sg
|
προμηθεύει
|
προμηθεύσει, προμηθέψει
|
προμηθεύεται
|
προμηθευτεί, προμηθευθεί
|
|
1 pl
|
προμηθεύουμε, [‑ομε]
|
προμηθεύσουμε, [‑ομε], προμηθέψουμε, [‑ομε]
|
προμηθευόμαστε
|
προμηθευτούμε, προμηθευθούμε
|
2 pl
|
προμηθεύετε
|
προμηθεύσετε, προμηθέψετε
|
προμηθεύεστε, προμηθευόσαστε
|
προμηθευτείτε, προμηθευθείτε
|
3 pl
|
προμηθεύουν(ε)
|
προμηθεύσουν(ε), προμηθέψουν(ε)
|
προμηθεύονται
|
προμηθευτούν(ε), προμηθευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προμήθευα
|
προμήθευσα, προμήθεψα
|
προμηθευόμουν(α)
|
προμηθεύτηκα, προμηθεύθηκα
|
2 sg
|
προμήθευες
|
προμήθευσες, προμήθεψες
|
προμηθευόσουν(α)
|
προμηθεύτηκες, προμηθεύθηκες
|
3 sg
|
προμήθευε
|
προμήθευσε, προμήθεψε
|
προμηθευόταν(ε)
|
προμηθεύτηκε, προμηθεύθηκε
|
|
1 pl
|
προμηθεύαμε
|
προμηθεύσαμε, προμηθέψαμε
|
προμηθευόμασταν, (‑όμαστε)
|
προμηθευτήκαμε, προμηθευθήκαμε
|
2 pl
|
προμηθεύατε
|
προμηθεύσατε, προμηθέψατε
|
προμηθευόσασταν, (‑όσαστε)
|
προμηθευτήκατε, προμηθευθήκατε
|
3 pl
|
προμήθευαν, προμηθεύαν(ε)
|
προμήθευσαν, προμηθεύσαν(ε), προμήθεψαν
|
προμηθεύονταν, (προμηθευόντουσαν)
|
προμηθεύτηκαν, προμηθευτήκαν(ε), προμηθεύθηκαν, προμηθευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προμηθεύω ➤
|
θα προμηθεύσω / προμηθέψω ➤
|
θα προμηθεύομαι ➤
|
θα προμηθευτώ / προμηθευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προμηθεύεις, …
|
θα προμηθεύσεις / προμηθέψεις, …
|
θα προμηθεύεσαι, …
|
θα προμηθευτείς / προμηθευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει
|
έχω, έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προμηθεύσει / προμηθέψει
|
είχα, είχες, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει
|
θα έχω, θα έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προμήθευε
|
προμήθευσε, προμήθεψε / προμήθευ' 1
|
—
|
προμηθεύσου, προμηθέψου
|
2 pl
|
προμηθεύετε
|
προμηθεύστε, προμηθέψτε / προμηθεύτε2
|
προμηθεύεστε
|
προμηθευτείτε, προμηθευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προμηθεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προμηθεύσει / προμηθέψει ➤
|
[προμηθευμένος, ‑η, ‑o] ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προμηθεύσει, προμηθέψει
|
προμηθευτεί, προμηθευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προμήθευ' τον ("provide him!"). 2. Colloquial. • Forms with -ευσ-, -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|