|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποταμιεύω
|
αποταμιεύσω
|
αποταμιεύομαι
|
αποταμιευτώ, αποταμιευθώ
|
2 sg
|
αποταμιεύεις
|
αποταμιεύσεις
|
αποταμιεύεσαι
|
αποταμιευτείς, αποταμιευθείς
|
3 sg
|
αποταμιεύει
|
αποταμιεύσει
|
αποταμιεύεται
|
αποταμιευτεί, αποταμιευθεί
|
|
1 pl
|
αποταμιεύουμε, [‑ομε]
|
αποταμιεύσουμε, [‑ομε]
|
αποταμιευόμαστε
|
αποταμιευτούμε, αποταμιευθούμε
|
2 pl
|
αποταμιεύετε
|
αποταμιεύσετε
|
αποταμιεύεστε, αποταμιευόσαστε
|
αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε
|
3 pl
|
αποταμιεύουν(ε)
|
αποταμιεύσουν(ε)
|
αποταμιεύονται
|
αποταμιευτούν(ε), αποταμιευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποταμίευα
|
αποταμίευσα
|
αποταμιευόμουν(α)
|
αποταμιεύτηκα, αποταμιεύθηκα
|
2 sg
|
αποταμίευες
|
αποταμίευσες
|
αποταμιευόσουν(α)
|
αποταμιεύτηκες, αποταμιεύθηκες
|
3 sg
|
αποταμίευε
|
αποταμίευσε
|
αποταμιευόταν(ε)
|
αποταμιεύτηκε, αποταμιεύθηκε
|
|
1 pl
|
αποταμιεύαμε
|
αποταμιεύσαμε
|
αποταμιευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποταμιευτήκαμε, αποταμιευθήκαμε
|
2 pl
|
αποταμιεύατε
|
αποταμιεύσατε
|
αποταμιευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποταμιευτήκατε, αποταμιευθήκατε
|
3 pl
|
αποταμίευαν, αποταμιεύαν(ε)
|
αποταμίευσαν, αποταμιεύσαν(ε)
|
αποταμιεύονταν, (αποταμιευόντουσαν)
|
αποταμιεύτηκαν, αποταμιευτήκαν(ε), αποταμιεύθηκαν, αποταμιευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποταμιεύω ➤
|
θα αποταμιεύσω ➤
|
θα αποταμιεύομαι ➤
|
θα αποταμιευτώ / αποταμιευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποταμιεύεις, …
|
θα αποταμιεύσεις, …
|
θα αποταμιεύεσαι, …
|
θα αποταμιευτείς / αποταμιευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποταμιεύσει έχω, έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί είμαι, είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποταμιεύσει είχα, είχες, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί ήμουν, ήσουν, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιεύσει θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποταμίευε
|
αποταμίευσε
|
—
|
αποταμιεύσου
|
2 pl
|
αποταμιεύετε
|
αποταμιεύστε
|
αποταμιεύεστε
|
αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποταμιεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποταμιεύσει ➤
|
αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποταμιεύσει
|
αποταμιευτεί, αποταμιευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|