κατηγορώ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]κατηγορώ • (katigoró) (past κατηγόρησα, passive κατηγορούμαι, p‑past κατηγορήθηκα, ppp κατηγορημένος)
Conjugation
[edit]κατηγορώ, κατηγορούμαι (passive forms, rare)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κατηγορώ, (κατηγοράω1) | κατηγορήσω | κατηγορούμαι | κατηγορηθώ |
2 sg | κατηγορείς, (κατηγοράς) | κατηγορήσεις | κατηγορείσαι | κατηγορηθείς |
3 sg | κατηγορεί, (κατηγοράει) | κατηγορήσει | κατηγορείται | κατηγορηθεί |
1 pl | κατηγορούμε | κατηγορήσουμε, [-ομε] | κατηγορούμαστε, {κατηγορούμεθα} | κατηγορηθούμε |
2 pl | κατηγορείτε | κατηγορήσετε | κατηγορείστε, {κατηγορείσθε} | κατηγορηθείτε |
3 pl | κατηγορούν(ε), κατηγοράν(ε) | κατηγορήσουν(ε) | κατηγορούνται | κατηγορηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κατηγορούσα | κατηγόρησα | [κατηγορούμουν]1 | κατηγορήθηκα |
2 sg | κατηγορούσες | κατηγόρησες | [κατηγορούσουν]1 | κατηγορήθηκες |
3 sg | κατηγορούσε | κατηγόρησε | κατηγορούνταν, {(ε)κατηγορείτο} | κατηγορήθηκε |
1 pl | κατηγορούσαμε | κατηγορήσαμε | κατηγορούμασταν, (‑ούμαστε) | κατηγορηθήκαμε |
2 pl | κατηγορούσατε | κατηγορήσατε | [κατηγορούσασταν, (‑ούσαστε)] | κατηγορηθήκατε |
3 pl | κατηγορούσαν(ε) | κατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε) | κατηγορούνταν, {(ε)κατηγορούντο} | κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κατηγορώ ➤ | θα κατηγορήσω ➤ | θα κατηγορούμαι ➤ | θα κατηγορηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κατηγορείς, … | θα κατηγορήσεις, … | θα κατηγορείσαι, … | θα κατηγορηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κατηγορήσει έχω, έχεις, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κατηγορηθεί είμαι, είσαι, … κατηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κατηγορήσει είχα, είχες, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κατηγορηθεί ήμουν, ήσουν, … κατηγορημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κατηγορήσει θα έχω, θα έχεις, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κατηγορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κατηγορημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | κατηγόρησε | — | κατηγορήσου |
2 pl | κατηγορείτε | κατηγορήστε | κατηγορείστε, {κατηγορείσθε} | κατηγορηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κατηγορώντας ➤ | κατηγορούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κατηγορήσει ➤ | κατηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κατηγορήσει | κατηγορηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The -άω second forms with -α- are colloquial and rare for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- αιτιάζομαι (aitiázomai)
- αιτιώμαι (aitiómai)
Related terms
[edit]- αλληλοκατηγορία f (allilokatigoría, “recrimination”)
- αυτοκατηγορούμαι (aftokatigoroúmai, “accuse one's self”)
- κατηγορουμένη f (katigorouméni, “accused, person charged”)
- κατηγορούμενο n (katigoroúmeno, “predicative”, noun)
- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)
- κατηγορία f (katigoría, “accusation”)
- and see: κατήγορος m or f (katígoros, “plaintiff”)