απαντάω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀπαντάω
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απαντώ (apantó) (more formal variant)
Etymology
[edit]Modern απαντώ (apantó) (from Ancient Greek ἀπαντῶ (apantô), contracted form of ἀπαντάω (apantáō, “to come, to meet”)) + modern suffix -άω (-áo) [1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]απαντάω • (apantáo) / απαντώ (past απάντησα, passive απαντιέμαι, p‑past απαντήθηκα, ppp απαντημένος) and 2nd passive απαντώμαι (apantómai) for απαντώ
- to reply, answer (in conversation, letter, email)
- to find (in a text) (mostly in the variant απαντώ (apantó))
- Αυτή η έκφραση απαντά μόνον σε κείμενα του 19ου αιώνα.
- Aftí i ékfrasi apantá mónon se keímena tou 19ou aióna.
- This expression is found only in 19th century texts.
- sometimes, passive voice is used with active meaning)
Conjugation
[edit]απαντάω / απαντώ, απαντιέμαι & απαντώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | απαντάω, απαντώ | απαντήσω | απαντιέμαι - απαντώμαι1 | απαντηθώ |
2 sg | απαντάς | απαντήσεις | απαντιέσαι - απαντάσαι | απαντηθείς |
3 sg | απαντάει, απαντά | απαντήσει | απαντιέται - απαντάται | απαντηθεί |
1 pl | απαντάμε, απαντούμε | απαντήσουμε, [‑ομε] | απαντιόμαστε - απαντόμαστε, {‑ώμεθα} | απαντηθούμε |
2 pl | απαντάτε | απαντήσετε | απαντιέστε, (‑ιόσαστε) - απαντάστε, {απαντάσθε} | απαντηθείτε |
3 pl | απαντάνε, απαντάν, απαντούν(ε) | απαντήσουν(ε) | απαντιούνται, (‑ιόνται) - απαντώνται | απαντηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απαντούσα, απάνταγα | απάντησα | απαντιόμουν(α) - — | απαντήθηκα |
2 sg | απαντούσες, απάνταγες | απάντησες | απαντιόσουν(α) - — | απαντήθηκες |
3 sg | απαντούσε, απάνταγε | απάντησε | απαντιόταν(ε) - {απαντάτο} | απαντήθηκε |
1 pl | απαντούσαμε, απαντάγαμε | απαντήσαμε | απαντιόμασταν, (‑ιόμαστε) - — | απαντηθήκαμε |
2 pl | απαντούσατε, απαντάγατε | απαντήσατε | απαντιόσασταν, (‑ιόσαστε) - — | απαντηθήκατε |
3 pl | απαντούσαν(ε), απάνταγαν, (απαντάγανε) | απάντησαν, απαντήσαν(ε) | απαντιόνταν(ε), απαντιόντουσαν, απαντιούνταν - {απαντώντο} | απαντήθηκαν, απαντηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα απαντάω, θα απαντώ ➤ | θα απαντήσω ➤ | θα απαντιέμαι - απαντώμαι ➤ | θα απαντηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα απαντάς, … | θα απαντήσεις, … | θα απαντιέσαι - απαντάσαι, … | θα απαντηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … απαντήσει έχω, έχεις, … απαντημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … απαντηθεί είμαι, είσαι, … απαντημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … απαντήσει είχα, είχες, … απαντημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … απαντηθεί ήμουν, ήσουν, … απαντημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … απαντήσει θα έχω, θα έχεις, … απαντημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … απαντηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απαντημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απάντα, απάνταγε | απάντησε, απάντα | — | απαντήσου |
2 pl | απαντάτε | απαντήστε | απαντιέστε - απαντάστε, {απαντάσθε} | απαντηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | απαντώντας ➤ | [απαντώμενος, -η, -ο] ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας απαντήσει ➤ | απαντημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | απαντήσει | απαντηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A1 for active and passive voice (with -ώ, -άς, -άς & -ιέμαι endings), but also Class Α2 for passive voice (with -ώμαι more formal endings). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: απαντέχω (apantécho, “to wait, to expect”)
- απαντημένος (apantiménos, “replied, answered”, participle)
- απάντηση f (apántisi, “reply”)
- απαντητικός (apantitikós, “responsive”, adjective)
- απαντοχή f (apantochí, “hope, expectation”)
- παντοχή f (pantochí, “hope, expectation”)
References
[edit]- ^ απαντάω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language