From Wiktionary, the free dictionary
απεικονίζω • (apeikonízo ) (past απεικόνισα , passive απεικονίζομαι )
to portray , to illustrate , to create an image
απεικονίζω απεικονίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απεικονίζω
απεικονίσω
απεικονίζομαι
απεικονιστώ
2 sg
απεικονίζεις
απεικονίσεις
απεικονίζεσαι
απεικονιστείς
3 sg
απεικονίζει
απεικονίσει
απεικονίζεται
απεικονιστεί
1 pl
απεικονίζουμε , [‑ομε ]
απεικονίσουμε , [‑ομε ]
απεικονισόμαστε
απεικονιστούμε
2 pl
απεικονίζετε
απεικονίσετε
απεικονίζεστε , απεικονισόσαστε
απεικονιστείτε
3 pl
απεικονίζουν (ε )
απεικονίσουν (ε )
απεικονίζονται
απεικονιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απεικόνιζα
απεικόνισα
απεικονισόμουν (α )
απεικονίστηκα
2 sg
απεικόνιζες
απεικόνισες
απεικονισόσουν (α )
απεικονίστηκες
3 sg
απεικόνιζε
απεικόνισε
απεικονισόταν (ε )
απεικονίστηκε
1 pl
απεικονίζαμε
απεικονίσαμε
απεικονισόμασταν , (‑όμαστε )
απεικονιστήκαμε
2 pl
απεικονίζατε
απεικονίσατε
απεικονισόσασταν , (‑όσαστε )
απεικονιστήκατε
3 pl
απεικόνιζαν , απεικονίζαν (ε )
απεικόνισαν , απεικονίσαν (ε )
απεικονίζονταν , (απεικονισόντουσαν )
απεικονίστηκαν , απεικονιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απεικονίζω ➤
θα απεικονίσω ➤
θα απεικονίζομαι ➤
θα απεικονιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απεικονίζεις , …
θα απεικονίσεις , …
θα απεικονίζεσαι , …
θα απεικονιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απεικονίσει έχω, έχεις, … απεικονισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απεικονιστεί είμαι , είσαι , … απεικονισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απεικονίσει είχα, είχες, … απεικονισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απεικονιστεί ήμουν , ήσουν , … απεικονισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … απεικονίσει θα έχω, θα έχεις, … απεικονισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απεικονιστεί θα είμαι, θα είσαι, … απεικονισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απεικόνιζε
απεικόνισε
—
απεικονίσου
2 pl
απεικονίζετε
απεικονίστε
απεικονίζεστε
απεικονιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απεικονίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας απεικονίσει ➤
απεικονισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απεικονίσει
απεικονιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.