αποδεικνύω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αποδείχνω (apodeíchno) (demotic)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀποδεικνύω and ἀποδείκνυμι (apodeíknumi). Morphologically, from απο- (“intensified”) + δεικνύω (“indicate”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποδεικνύω • (apodeiknýo) (past απέδειξα/απόδειξα, passive αποδεικνύομαι)
- to prove, demonstrate
Conjugation
[edit]αποδεικνύω αποδεικνύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποδεικνύω | αποδείξω | αποδεικνύομαι | αποδειχτώ, αποδειχθώ2 |
2 sg | αποδεικνύεις | αποδείξεις | αποδεικνύεσαι | αποδειχτείς, αποδειχθείς |
3 sg | αποδεικνύει | αποδείξει | αποδεικνύεται | αποδειχτεί, αποδειχθεί |
1 pl | αποδεικνύουμε, [‑ομε] | αποδείξουμε, [‑ομε] | αποδεικνυόμαστε | αποδειχτούμε, αποδειχθούμε |
2 pl | αποδεικνύετε | αποδείξετε | αποδεικνύεστε, αποδεικνυόσαστε | αποδειχτείτε, αποδειχθείτε |
3 pl | αποδεικνύουν(ε) | αποδείξουν(ε) | αποδεικνύονται | αποδειχτούν(ε), αποδειχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποδείκνυα | απέδειξα, (απόδειξα)1 | αποδεικνυόμουν(α) | αποδείχτηκα, αποδείχθηκα2 |
2 sg | αποδείκνυες | απέδειξες, απόδειξες | αποδεικνυόσουν(α) | αποδείχτηκες, αποδείχθηκες |
3 sg | αποδείκνυε | απέδειξε, απόδειξε | αποδεικνυόταν(ε) | αποδείχτηκε, αποδείχθηκε, {απεδείχθη} |
1 pl | αποδεικνύαμε | αποδείξαμε | αποδεικνυόμασταν, (‑όμαστε) | αποδειχτήκαμε, αποδειχθήκαμε |
2 pl | αποδεικνύατε | αποδείξατε | αποδεικνυόσασταν, (‑όσαστε) | αποδειχτήκατε, αποδειχθήκατε |
3 pl | αποδείκνυαν, αποδεικνύαν(ε) | απέδειξαν, αποδείξαν(ε), απόδειξαν | αποδεικνύονταν, (αποδεικνυόντουσαν) | αποδείχτηκαν, αποδειχτήκαν(ε), αποδείχθηκαν, αποδειχθήκαν(ε), {απεδείχθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποδεικνύω ➤ | θα αποδείξω ➤ | θα αποδεικνύομαι ➤ | θα αποδειχτώ / αποδειχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποδεικνύεις, … | θα αποδείξεις, … | θα αποδεικνύεσαι, … | θα αποδειχτείς / αποδειχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποδείξει έχω, έχεις, … αποδεδειγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποδειχτεί / αποδειχθεί είμαι, είσαι, … αποδεδειγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποδείξει είχα, είχες, … αποδεδειγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποδειχτεί / αποδειχθεί ήμουν, ήσουν, … αποδεδειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποδείξει θα έχω, θα έχεις, … αποδεδειγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποδειχτεί / αποδειχθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποδεδειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποδείκνυε | απόδειξε | — | αποδείξου |
2 pl | αποδεικνύετε | αποδείξτε | αποδεικνύεστε | αποδειχτείτε, αποδειχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποδεικνύοντας ➤ | αποδεικνυόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποδείξει ➤ | αποδεδειγμένος, ‑η, ‑o3 [αποδειγμένος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποδείξει | αποδειχτεί, αποδειχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms with internal augment (απο-έδειξα > απ-έδειξα) are formal, and without (απο-έδειξα > από-δειξα) are informal, colloquial. 2. Passive forms with -χθ- are learned, formal. 3. The passive perfect participle with the ancient reduplication (αποδεδειγμένος) is formal, but more common than the informal αποδειγμένος which corresponds to the demotic alternative verb αποδείχνω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- τεκμηριώνω (tekmirióno, “to substantiate”)
Related terms
[edit]- αναπόδεικτος (anapódeiktos, “unproven”, adjective)
- αναπόδειχτος (anapódeichtos, “unproven”, adjective)
- αποδεδειγμένα (apodedeigména, “demonstrably”, adverb)
- αποδεδειγμένος (apodedeigménos, learned participle)
- αποδεδειγμένως (apodedeigménos, “demonstrably”, adverb)
- αποδεικτικό n (apodeiktikó, “certificate, testimonial”)
- αποδεικτικός (apodeiktikós, “proving, demonstrative”, adjective)
- αποδεικτέος (apodeiktéos, “to be proved”, adjective)
- αποδεικτός (apodeiktós, “may be proved”, adjective)
- απόδειξη f (apódeixi, “proof, evidence, receipt”)
- αποδείξιμος (apodeíximos, “demonstrable”, adjective)
- and see: δεικνύω (deiknýo, “I indicate”)