απωθώ
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀπωθῶ
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀπωθῶ (apōthô), contracted form of ἀπωθέω (apōthéō). By surface analysis, απ- (από) (ap- (apó)) + ωθώ (othó).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]απωθώ • (apothó) (past απώθησα, passive απωθούμαι, p‑past απωθήθηκα, ppp απωθημένος)
- to repel, repulse, push back, drive away
- to repel, disgust
- (psychology) to repress
- Ο ασθενής είχε απωθήσει τη δυσάρεστη εμπειρία.
- O asthenís eíche apothísei ti dysáresti empeiría.
- The patient has repressed the unpleasant experience.
Conjugation
[edit]απωθώ, απωθούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | απωθώ | απωθήσω | απωθούμαι | απωθηθώ |
2 sg | απωθείς | απωθήσεις | απωθείσαι | απωθηθείς |
3 sg | απωθεί | απωθήσει | απωθείται | απωθηθεί |
1 pl | απωθούμε | απωθήσουμε, [-ομε] | απωθούμαστε | απωθηθούμε |
2 pl | απωθείτε | απωθήσετε | απωθείστε | απωθηθείτε |
3 pl | απωθούν(ε) | απωθήσουν(ε) | απωθούνται | απωθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απωθούσα | απώθησα | [απωθούμουν(α)] | απωθήθηκα |
2 sg | απωθούσες | απώθησες | [απωθούσουν(α)] | απωθήθηκες |
3 sg | απωθούσε | απώθησε | απωθούνταν, {απωθείτο} | απωθήθηκε |
1 pl | απωθούσαμε | απωθήσαμε | απωθούμασταν, (‑ούμαστε) | απωθηθήκαμε |
2 pl | απωθούσατε | απωθήσατε | [απωθούσασταν, (‑ούσαστε)] | απωθηθήκατε |
3 pl | απωθούσαν(ε) | απώθησαν, απωθήσαν(ε) | απωθούνταν, {απωθούντο} | απωθήθηκαν, απωθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα απωθώ ➤ | θα απωθήσω ➤ | θα απωθούμαι ➤ | θα απωθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα απωθείς, … | θα απωθήσεις, … | θα απωθείσαι, … | θα απωθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … απωθήσει έχω, έχεις, … απωθημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … απωθηθεί είμαι, είσαι, … απωθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … απωθήσει είχα, είχες, … απωθημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … απωθηθεί ήμουν, ήσουν, … απωθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … απωθήσει θα έχω, θα έχεις, … απωθημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … απωθηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απωθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | απώθησε | — | απωθήσου |
2 pl | απωθείτε | απωθήστε | απωθείστε | απωθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | απωθώντας ➤ | απωθούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας απωθήσει ➤ | απωθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | απωθήσει | απωθηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- απωθημένα n pl (apothiména, “inhibitions”)
- απωθημένο n (apothiméno, “repressed feeling”)
- απωθημένος (apothiménos, “repelled”, participle)
- απώθηση f (apóthisi, “repulse, driving back”)
- απωθητικά (apothitiká, “repulsively, repellently”, adverb)
- απωθητικός (apothitikós, “repellent, off-putting”, adjective)
- άπωση f (áposi, “repulsion”)
- and see: ωθώ (othó, “to push”)
Further reading
[edit]- απωθώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language