|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διοχετεύω
|
διοχετεύσω
|
διοχετεύομαι
|
διοχετευτώ, διοχετευθώ
|
2 sg
|
διοχετεύεις
|
διοχετεύσεις
|
διοχετεύεσαι
|
διοχετευτείς, διοχετευθείς
|
3 sg
|
διοχετεύει
|
διοχετεύσει
|
διοχετεύεται
|
διοχετευτεί, διοχετευθεί
|
|
1 pl
|
διοχετεύουμε, [‑ομε]
|
διοχετεύσουμε, [‑ομε]
|
διοχετευόμαστε
|
διοχετευτούμε, διοχετευθούμε
|
2 pl
|
διοχετεύετε
|
διοχετεύσετε
|
διοχετεύεστε, διοχετευόσαστε
|
διοχετευτείτε, διοχετευθείτε
|
3 pl
|
διοχετεύουν(ε)
|
διοχετεύσουν(ε)
|
διοχετεύονται
|
διοχετευτούν(ε), διοχετευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διοχέτευα
|
διοχέτευσα
|
διοχετευόμουν(α)
|
διοχετεύτηκα, διοχετεύθηκα
|
2 sg
|
διοχέτευες
|
διοχέτευσες
|
διοχετευόσουν(α)
|
διοχετεύτηκες, διοχετεύθηκες
|
3 sg
|
διοχέτευε
|
διοχέτευσε
|
διοχετευόταν(ε)
|
διοχετεύτηκε, διοχετεύθηκε
|
|
1 pl
|
διοχετεύαμε
|
διοχετεύσαμε
|
διοχετευόμασταν, (‑όμαστε)
|
διοχετευτήκαμε, διοχετευθήκαμε
|
2 pl
|
διοχετεύατε
|
διοχετεύσατε
|
διοχετευόσασταν, (‑όσαστε)
|
διοχετευτήκατε, διοχετευθήκατε
|
3 pl
|
διοχέτευαν, διοχετεύαν(ε)
|
διοχέτευσαν, διοχετεύσαν(ε)
|
διοχετεύονταν, (διοχετευόντουσαν)
|
διοχετεύτηκαν, διοχετευτήκαν(ε), διοχετεύθηκαν, διοχετευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διοχετεύω ➤
|
θα διοχετεύσω ➤
|
θα διοχετεύομαι ➤
|
θα διοχετευτώ / διοχετευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διοχετεύεις, …
|
θα διοχετεύσεις, …
|
θα διοχετεύεσαι, …
|
θα διοχετευτείς / διοχετευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διοχετεύσει έχω, έχεις, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διοχετευτεί / διοχετευθεί είμαι, είσαι, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διοχετεύσει είχα, είχες, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διοχετευτεί / διοχετευθεί ήμουν, ήσουν, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διοχετεύσει θα έχω, θα έχεις, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διοχετευτεί / διοχετευθεί θα είμαι, θα είσαι, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διοχέτευε
|
διοχέτευσε
|
—
|
διοχετεύσου
|
2 pl
|
διοχετεύετε
|
διοχετεύστε
|
διοχετεύεστε
|
διοχετευτείτε, διοχετευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διοχετεύοντας ➤
|
διοχετευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διοχετεύσει ➤
|
διοχετευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διοχετεύσει
|
διοχετευτεί, διοχετευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|