Etymology [ edit ]
From Koine Greek εὐχαριστῶ ( eukharistô ) , contracted form of εὐχαριστέω ( eukharistéō ) .
Pronunciation [ edit ]
IPA (key ) : /ef.xa.ɾiˈsto/
Hyphenation: ευ‧χα‧ρι‧στώ
Interjection [ edit ]
ευχαριστώ • (efcharistó )
thank you !, thanks ! ( first-person singular of verb )
Synonyms [ edit ]
Related terms [ edit ]
ευχαριστώ • (efcharistó ) (past ευχαρίστησα , passive ευχαριστιέμαι /ευχαριστούμαι , p‑past ευχαριστήθηκα , ppp ευχαριστημένος )
Ι thank
Η Αθηνά ευχαρίστησε το Νίκο για το δώρο. I Athiná efcharístise to Níko gia to dóro. Athena thanked Nikos for the present.
Ευχαριστώ , αλλά δε θα πάρω.Efcharistó , allá de tha páro.Τhanks , but no thanks.
( transitive ) Ι please
Antonym: δυσαρεστώ ( dysarestó )
Conjugation [ edit ]
ευχαριστώ , ευχαριστιέμαι / ευχαριστούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ευχαριστώ
ευχαριστήσω
ευχαριστιέμαι 1 - ευχαριστούμαι
ευχαριστηθώ
2 sg
ευχαριστείς
ευχαριστήσεις
ευχαριστιέσαι - ευχαριστείσαι
ευχαριστηθείς
3 sg
ευχαριστεί
ευχαριστήσει
ευχαριστιέται - ευχαριστείται
ευχαριστηθεί
1 pl
ευχαριστούμε
ευχαριστήσουμε , [-ομε ]
ευχαριστιόμαστε - ευχαριστούμαστε
ευχαριστηθούμε
2 pl
ευχαριστείτε
ευχαριστήσετε
ευχαριστιέστε , (‑ιόσαστε ) - ευχαριστείστε , {ευχαριστείσθε }
ευχαριστηθείτε
3 pl
ευχαριστούν (ε )
ευχαριστήσουν (ε )
ευχαριστιούνται , (‑ιόνται ) - ευχαριστούνται
ευχαριστηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ευχαριστούσα
ευχαρίστησα
ευχαριστιόμουν (α ) - [ευχαριστούμουν ]2
ευχαριστήθηκα
2 sg
ευχαριστούσες
ευχαρίστησες
ευχαριστιόσουν (α ) - [ευχαριστούσουν ]2
ευχαριστήθηκες
3 sg
ευχαριστούσε
ευχαρίστησε
ευχαριστιόταν (ε ) - ευχαριστούνταν , {ευχαριστείτο }
ευχαριστήθηκε
1 pl
ευχαριστούσαμε
ευχαριστήσαμε
ευχαριστιόμασταν , (‑ιόμαστε ) - ευχαριστούμασταν , (‑ούμαστε )
ευχαριστηθήκαμε
2 pl
ευχαριστούσατε
ευχαριστήσατε
ευχαριστιόσασταν , (‑ιόσαστε ) - [ευχαριστούσασταν , (‑ούσαστε )]2
ευχαριστηθήκατε
3 pl
ευχαριστούσαν (ε )
ευχαρίστησαν , ευχαριστήσαν (ε )
ευχαριστιόνταν (ε ), ευχαριστιόντουσαν , ευχαριστιούνταν - ευχαριστούνταν , {ευχαριστούντο }
ευχαριστήθηκαν , ευχαριστηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ευχαριστώ ➤
θα ευχαριστήσω ➤
θα ευχαριστιέμαι - ευχαριστούμαι ➤
θα ευχαριστηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ευχαριστείς , …
θα ευχαριστήσεις , …
θα ευχαριστιέσαι - ευχαριστείσαι , …
θα ευχαριστηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ευχαριστήσει έχω, έχεις, … ευχαριστημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ευχαριστηθεί είμαι , είσαι , … ευχαριστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ευχαριστήσει είχα, είχες, … ευχαριστημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ευχαριστηθεί ήμουν , ήσουν , … ευχαριστημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ευχαριστήσει θα έχω, θα έχεις, … ευχαριστημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ευχαριστηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ευχαριστημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ευχαρίστησε
—
ευχαριστήσου
2 pl
ευχαριστείτε
ευχαριστήστε
ευχαριστιέστε - ευχαριστείστε , {ευχαριστείσθε }
ευχαριστηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ευχαριστώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ευχαριστήσει ➤
ευχαριστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ευχαριστήσει
ευχαριστηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class Β (with -είς, -είς, -ούς endings), plus a less formal, very common passive Class A (with -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Related terms [ edit ]
Descendants [ edit ]
→ Aromanian: haristo