|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περιγράφω
|
περιγράψω
|
περιγράφομαι
|
περιγραφώ, περιγραφτώ
|
2 sg
|
περιγράφεις
|
περιγράψεις
|
περιγράφεσαι
|
περιγραφείς, περιγραφτείς
|
3 sg
|
περιγράφει
|
περιγράψει
|
περιγράφεται
|
περιγραφεί, περιγραφτεί
|
|
1 pl
|
περιγράφουμε, [‑ομε]
|
περιγράψουμε, [‑ομε]
|
περιγραφόμαστε
|
περιγραφούμε, περιγραφτούμε
|
2 pl
|
περιγράφετε
|
περιγράψετε
|
περιγράφεστε, περιγραφόσαστε
|
περιγραφείτε, περιγραφτείτε
|
3 pl
|
περιγράφουν(ε)
|
περιγράψουν(ε)
|
περιγράφονται
|
περιγραφούν(ε), περιγραφτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιέγραφα
|
περιέγραψα
|
περιγραφόμουν(α)
|
περιγράφηκα, περιγράφτηκα
|
2 sg
|
περιέγραφες
|
περιέγραψες
|
περιγραφόσουν(α)
|
περιγράφηκες, περιγράφτηκες
|
3 sg
|
περιέγραφε
|
περιέγραψε
|
περιγραφόταν(ε)
|
περιγράφηκε, περιγράφτηκε, [{περιεγράφη}]
|
|
1 pl
|
περιγράφαμε
|
περιγράψαμε
|
περιγραφόμασταν, (‑όμαστε)
|
περιγραφήκαμε, περιγραφτήκαμε
|
2 pl
|
περιγράφατε
|
περιγράψατε
|
περιγραφόσασταν, (‑όσαστε)
|
περιγραφήκατε, περιγραφτήκατε
|
3 pl
|
περιέγραφαν, περιγράφαν(ε)
|
περιέγραψαν, περιγράψαν(ε)
|
περιγράφονταν, (περιγραφόντουσαν)
|
περιγράφηκαν, περιγράφτηκαν, περιγραφτήκαν(ε), [{περιεγράφησαν}]
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περιγράφω ➤
|
θα περιγράψω ➤
|
θα περιγράφομαι ➤
|
θα περιγραφώ / περιγραφτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περιγράφεις, …
|
θα περιγράψεις, …
|
θα περιγράφεσαι, …
|
θα περιγραφείς / περιγραφτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περιγράψει έχω, έχεις, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … περιγραφεί / περιγραφτεί είμαι, είσαι, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περιγράψει είχα, είχες, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … περιγραφεί / περιγραφτεί ήμουν, ήσουν, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περιγράψει θα έχω, θα έχεις, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … περιγραφεί / περιγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
περίγραφε
|
περίγραψε
|
—
|
περιγράψου
|
2 pl
|
περιγράφετε
|
περιγράψτε, περιγράφτε1
|
περιγράφεστε
|
περιγραφείτε, περιγραφτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περιγράφοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περιγράψει ➤
|
{περιγεγραμμένος, ‑η, ‑o} [περιγραμμένος, ‑η, ‑o]2 ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
περιγράψει
|
περιγραφεί, περιγραφτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial. 2. The ancient perfect participle with reduplication περιγεγραμμένος (perigegramménos) means circumscribed. The demotic περιγραμμένος (perigramménos) is rare and also means "descirbed". • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|