From πλιάτσικο ( pliátsiko ) + -λογώ ( -logó ) .
πλιατσικολογώ • (pliatsikologó )
to plunder , loot , pillage
Synonyms: λεηλατώ ( leïlató ) , αρπάζω ( arpázo ) , λαφυραγωγώ ( lafyragogó )
πλιατσικολογώ , πλιατσικολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πλιατσικολογώ
πλιατσικολογήσω
πλιατσικολογούμαι
πλιατσικολογηθώ
2 sg
πλιατσικολογείς
πλιατσικολογήσεις
πλιατσικολογείσαι
πλιατσικολογηθείς
3 sg
πλιατσικολογεί
πλιατσικολογήσει
πλιατσικολογείται
πλιατσικολογηθεί
1 pl
πλιατσικολογούμε
πλιατσικολογήσουμε , [-ομε ]
πλιατσικολογούμαστε
πλιατσικολογηθούμε
2 pl
πλιατσικολογείτε
πλιατσικολογήσετε
πλιατσικολογείστε
πλιατσικολογηθείτε
3 pl
πλιατσικολογούν (ε )
πλιατσικολογήσουν (ε )
πλιατσικολογούνται
πλιατσικολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πλιατσικολογούσα
πλιατσικολόγησα
[πλιατσικολογούμουν (α )]
πλιατσικολογήθηκα
2 sg
πλιατσικολογούσες
πλιατσικολόγησες
[πλιατσικολογούσουν (α )]
πλιατσικολογήθηκες
3 sg
πλιατσικολογούσε
πλιατσικολόγησε
πλιατσικολογούνταν , {πλιατσικολογείτο }
πλιατσικολογήθηκε
1 pl
πλιατσικολογούσαμε
πλιατσικολογήσαμε
πλιατσικολογούμασταν , (‑ούμαστε )
πλιατσικολογηθήκαμε
2 pl
πλιατσικολογούσατε
πλιατσικολογήσατε
[πλιατσικολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
πλιατσικολογηθήκατε
3 pl
πλιατσικολογούσαν (ε )
πλιατσικολόγησαν , πλιατσικολογήσαν (ε )
πλιατσικολογούνταν , {πλιατσικολογούντο }
πλιατσικολογήθηκαν , πλιατσικολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πλιατσικολογώ ➤
θα πλιατσικολογήσω ➤
θα πλιατσικολογούμαι ➤
θα πλιατσικολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πλιατσικολογείς , …
θα πλιατσικολογήσεις , …
θα πλιατσικολογείσαι , …
θα πλιατσικολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πλιατσικολογήσει έχω, έχεις, … πλιατσικολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πλιατσικολογηθεί είμαι , είσαι , … πλιατσικολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πλιατσικολογήσει είχα, είχες, … πλιατσικολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πλιατσικολογηθεί ήμουν , ήσουν , … πλιατσικολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … πλιατσικολογήσει θα έχω, θα έχεις, … πλιατσικολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πλιατσικολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πλιατσικολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
πλιατσικολόγησε
—
πλιατσικολογήσου
2 pl
πλιατσικολογείτε
πλιατσικολογήστε
πλιατσικολογείστε
πλιατσικολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πλιατσικολογώντας ➤
πλιατσικολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας πλιατσικολογήσει ➤
πλιατσικολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πλιατσικολογήσει
πλιατσικολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.