Category:Greek formal terms
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms whose use is typically restricted to polite, ceremonious, non-casual contexts.
The following label generates this category: formal
edit. To generate this category using this label, use {{lb|el|label}}
.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek formal terms"
The following 200 pages are in this category, out of 440 total.
(previous page) (next page)Α
- αγαλλιώ
- αγγέλλω
- αγιάσθηκα
- αγορητής
- άγρα
- αγρώστιδος
- αγυιά
- αγχέμαχος
- αδάμας
- αεροφωτογραφώ
- αετιδεύς
- αηδής
- αηδώς
- Αθανάσιος
- αίγα
- Αιγίνης
- αιτούμαι
- αιτούσα
- αιτών
- άκανθα
- ακανθόχοιρος
- ακοντίζω
- ακούσθηκα
- ακούσθηκε
- ακροχορδών
- άκων
- άλας
- Αλεξοπούλου
- Αλεξοπούλους
- Αλεξοπούλων
- αληθής
- αληθώς
- αμείβω
- αμμοκονιαστής
- αμνός
- αναβαθμίδα
- ανάδοχος
- αναζητώ
- αναθάλλω
- αναλίσκω
- αναρμοδίως
- ανασκάπτομαι
- ανασκάπτω
- ανασταλτός
- αναφύομαι
- αναφυτεύω
- ανδραποδίζω
- ανεκαλύφθην
- ανεκόπην
- ανετράπην
- ανθέλληνας
- ανθελληνίδα
- ανθώ
- ανίδρυση
- ανιδρύω
- ανοικτίρμων
- αντικατεστημένος
- αντίκλητος
- αντιστρόφως
- αντιφάσκω
- αξιώ
- απαντώ
- απαραδέκτως
- απαρέσκω
- απατώμαι
- απεδείχθη
- απεδείχθησαν
- απεκαλύφθην
- απεκόμισα
- απεκόπην
- απερρίφθην
- απέρχομαι
- απετράπη
- απετράπην
- απλούς
- απλούστατος
- από πού είστε
- αποθανών
- απολογητικώς
- απονιτροποιήσεως
- άρθρο
- αρμοδίως
- αρχήθεν
- αρχικώς
- αρχιλοχίου
- άρχομαι
- άρχω
- ασεβώς
- ασθενώ
- ασυζητητί
- αφ'
Δ
Ε
- έαρ
- εγγίζω
- εγγυώμαι
- εγέρθητε
- εγέρθητι
- εγερθήτω
- εγκληματίου
- εγκολπώνομαι
- εγκύπτω
- εγχέω
- Εδέσσης
- εδωδιμοπωλείο
- ειλημμένος
- εισέρχομαι
- εισπλέω
- εκλήθη
- εκλήθησαν
- εκοιμήθη
- εκπίπτω
- εκπλέω
- εκφύομαι
- εκχέω
- ελαία
- ελήφθην
- έλξατε
- εν
- εν όψει
- εν πάση περιπτώσει
- ενδέχεται
- ενδιατρίβω
- ενσκήπτω
- έντιμος
- εντόπια
- εντόπιας
- εντόπιε
- εντόπιες
- εντόπιο
- εντόπιοι
- εντόπιος
- εντόπιου
- εντόπιους
- εντόπιων
- εντροπή
- εξάπαντος
- εξελέγην
- εξετράπην
- επαγγελματίου
- επανακάμπτω
- επανειλημμένως
- επετράπη
- επετράπην
- επετράπησαν
- επισυνήφθην
- επιτυγχάνω
- ερίτιμος
- ερυθροκύανος
- ερυθρός
- ερωτώ
- εστέφθην
- ετράπην
- ετών
- ευρίσκω
- ευχαριστούμαι
- έχομε