Calque of French représenter , from ανα- ( ana- ) + παριστάνω ( paristáno ) .[ 1] Ultimately from Ancient Greek ἀνα- ( ana- ) + παρα- ( para- ) + ἵστημι ( hístēmi ) .
IPA (key ) : /anapariˈstano/
Hyphenation: α‧να‧πα‧ρι‧στά‧νω
αναπαριστάνω • (anaparistáno ) (past αναπαρέστησα , passive αναπαριστάνομαι )
to re-enact
to depict , portray
Synonym : παριστάνω
αναπαριστάνω αναπαριστάνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναπαριστάνω (αναπαρασταίνω → )
αναπαραστήσω
αναπαριστάνομαι
αναπαρασταθώ
2 sg
αναπαριστάνεις
αναπαραστήσεις
αναπαριστάνεσαι
αναπαρασταθείς
3 sg
αναπαριστάνει
αναπαραστήσει
αναπαριστάνεται
αναπαρασταθεί
1 pl
αναπαριστάνουμε , [‑ομε ]
αναπαραστήσουμε , [‑ομε ]
αναπαριστανόμαστε
αναπαρασταθούμε
2 pl
αναπαριστάνετε
αναπαραστήσετε
αναπαριστάνεστε , αναπαριστανόσαστε
αναπαρασταθείτε
3 pl
αναπαριστάνουν (ε )
αναπαραστήσουν (ε )
αναπαριστάνονται
αναπαρασταθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναπαρίστανα
αναπαρέστησα
αναπαριστανόμουν (α )
αναπαραστάθηκα
2 sg
αναπαρίστανες
αναπαρέστησες
αναπαριστανόσουν (α )
αναπαραστάθηκες
3 sg
αναπαρίστανε
αναπαρέστησε
αναπαριστανόταν (ε )
αναπαραστάθηκε
1 pl
αναπαριστάναμε
αναπαραστήσαμε
αναπαριστανόμασταν , (‑όμαστε )
αναπαρασταθήκαμε
2 pl
αναπαριστάνατε
αναπαραστήσατε
αναπαριστανόσασταν , (‑όσαστε )
αναπαρασταθήκατε
3 pl
αναπαρίσταναν , αναπαριστάναν (ε )
αναπαρέστησαν , αναπαραστήσαν (ε )
αναπαριστάνονταν , (αναπαριστανόντουσαν )
αναπαραστάθηκαν , αναπαρασταθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναπαριστάνω ➤
θα αναπαραστήσω ➤
θα αναπαριστάνομαι ➤
θα αναπαρασταθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναπαριστάνεις , …
θα αναπαραστήσεις , …
θα αναπαριστάνεσαι , …
θα αναπαρασταθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναπαραστήσει έχω, έχεις, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναπαρασταθεί είμαι , είσαι , … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναπαραστήσει είχα, είχες, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναπαρασταθεί ήμουν , ήσουν , … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναπαραστήσει θα έχω, θα έχεις, … αναπαραστημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναπαρασταθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναπαρίστανε
αναπαράστησε
—
αναπαραστάσου
2 pl
αναπαριστάνετε
αναπαραστήστε
αναπαριστάνεστε
αναπαρασταθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναπαριστάνοντας ➤
αναπαριστανόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αναπαραστήσει ➤
αναπαραστημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναπαραστήσει
αναπαρασταθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• alternative verbs → αναπαριστάνω ( standard ) , αναπαρασταίνω ( vernacular ) & αναπαριστώ ( learned, archaic ) . • active past αναπαρέστησα : alternative αναπαράστησα , etc. after the verb αναπαρασταίνω • passive 2nd singular present & imperfective imperative: also [{αναπαριστάνεσθε }] • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.