αξιωματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀξιωματικός (axiōmatikós), in turn from ἀξίωμα (axíōma, “rank, importance”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αξιωματικός • (axiomatikós) m (feminine αξιωματική, neuter αξιωματικό)
- authoritative, conclusive, axiomatic
- Synonym: αυταπόδεικτος (aftapódeiktos)
Declension
[edit]Declension of αξιωματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιωματικός • | αξιωματική • | αξιωματικό • | αξιωματικοί • | αξιωματικές • | αξιωματικά • |
genitive | αξιωματικού • | αξιωματικής • | αξιωματικού • | αξιωματικών • | αξιωματικών • | αξιωματικών • |
accusative | αξιωματικό • | αξιωματική • | αξιωματικό • | αξιωματικούς • | αξιωματικές • | αξιωματικά • |
vocative | αξιωματικέ • | αξιωματική • | αξιωματικό • | αξιωματικοί • | αξιωματικές • | αξιωματικά • |
Related terms
[edit]- αξιωματικά (axiomatiká, “conclusively, authoritatively”, adverb)
Noun
[edit]αξιωματικός • (axiomatikós) m (plural αξιωματικοί)
Declension
[edit]Declension of αξιωματικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιωματικός • | αξιωματικοί • |
genitive | αξιωματικού • | αξιωματικών • |
accusative | αξιωματικό • | αξιωματικούς • |
vocative | αξιωματικέ • | αξιωματικοί • |
Coordinate terms
[edit]Derived terms
[edit]- έφεδρος αξιωματικός m (éfedros axiomatikós, “reserve officer”)
Related terms
[edit]- see: αξίωση f (axíosi, “demand, claim”)
See also
[edit]Chess pieces in Greek · πεσσοί (pessoí) (layout · text) | |||||
---|---|---|---|---|---|
βασιλιάς (vasiliás) | βασίλισσα (vasílissa) | πύργος (pýrgos) | αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) | ίππος (íppos) | στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni) |
Descendants
[edit]→ Aromanian: axiumatico