From Ancient Greek συνεχίζω ( sunekhízō ) .
IPA (key ) : /si.neˈçi.zo/
Hyphenation: συ‧νε‧χί‧ζω
συνεχίζω • (synechízo ) (past συνέχισα , passive συνεχίζομαι )
to continue , keep going , carry on
Antonym: σταματώ ( stamató )
συνεχίζω συνεχίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συνεχίζω
συνεχίσω
συνεχίζομαι
συνεχιστώ , συνεχισθώ
2 sg
συνεχίζεις
συνεχίσεις
συνεχίζεσαι
συνεχιστείς , συνεχισθείς
3 sg
συνεχίζει
συνεχίσει
συνεχίζεται
συνεχιστεί , συνεχισθεί
1 pl
συνεχίζουμε , [‑ομε ]
συνεχίσουμε , [‑ομε ]
συνεχιζόμαστε
συνεχιστούμε , συνεχισθούμε
2 pl
συνεχίζετε
συνεχίσετε
συνεχίζεστε , συνεχιζόσαστε
συνεχιστείτε , συνεχισθείτε
3 pl
συνεχίζουν (ε )
συνεχίσουν (ε )
συνεχίζονται
συνεχιστούν (ε ), συνεχισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συνέχιζα
συνέχισα
συνεχιζόμουν (α )
συνεχίστηκα , συνεχίσθηκα
2 sg
συνέχιζες
συνέχισες
συνεχιζόσουν (α )
συνεχίστηκες , συνεχίσθηκες
3 sg
συνέχιζε
συνέχισε
συνεχιζόταν (ε )
συνεχίστηκε , συνεχίσθηκε
1 pl
συνεχίζαμε
συνεχίσαμε
συνεχιζόμασταν , (‑όμαστε )
συνεχιστήκαμε , συνεχισθήκαμε
2 pl
συνεχίζατε
συνεχίσατε
συνεχιζόσασταν , (‑όσαστε )
συνεχιστήκατε , συνεχισθήκατε
3 pl
συνέχιζαν , συνεχίζαν (ε )
συνέχισαν , συνεχίσαν (ε )
συνεχίζονταν , (συνεχιζόντουσαν )
συνεχίστηκαν , συνεχιστήκαν (ε ), συνεχίσθηκαν , συνεχισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συνεχίζω ➤
θα συνεχίσω ➤
θα συνεχίζομαι ➤
θα συνεχιστώ / συνεχισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συνεχίζεις , …
θα συνεχίσεις , …
θα συνεχίζεσαι , …
θα συνεχιστείς / συνεχισθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συνεχίσει
έχω, έχεις, … συνεχιστεί / συνεχισθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συνεχίσει
είχα, είχες, … συνεχιστεί / συνεχισθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συνεχίσει
θα έχω, θα έχεις, … συνεχιστεί / συνεχισθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συνέχιζε
συνέχισε
—
συνεχίσου
2 pl
συνεχίζετε
συνεχίστε
συνεχίζεστε
συνεχιστείτε , συνεχισθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συνεχίζοντας ➤
συνεχιζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας συνεχίσει ➤
—
Nonfinite form➤
συνεχίσει
συνεχιστεί , συνεχισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.