Category:Greek terms borrowed from Byzantine Greek

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
Newest and oldest pages 
Newest pages ordered by last category link update:
  1. συνάδελφος
  2. αλουργίδα
  3. ανακριβής
  4. συμμαθήτρια
  5. χαρμολύπη
  6. εντούτοις
  7. εμπιστοσύνη
  8. απολογητικώς
  9. ακριτικός
  10. ακρίτης
Oldest pages ordered by last edit:
  1. υπερφορτώνω
  2. διήμερος
  3. καταναλώνω
  4. ανακριβής
  5. χαρμολύπη
  6. συμμαθήτρια
  7. Ιούλης
  8. Αθίγγανος
  9. εμπιστοσύνη
  10. τρίωρος

Greek terms borrowed from Byzantine Greek.