From Ancient Greek συγκρούω ( sunkroúō ) . By surface analysis , σύν ( sýn , “ syn-, with ” ) + κρούω ( kroúo , “ to strike, tap ” ) .
τσουγκρίζω • (tsougkrízo ) (past τσούγκρισα , passive τσουγκρίζομαι )
to tap ( two red Easter eggs together )
to clink ( two wine glasses together )
to strike ( two vehicles colliding gently )
τσουγκρίζω τσουγκρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τσουγκρίζω
τσουγκρίσω
τσουγκρίζομαι
τσουγκριστώ
2 sg
τσουγκρίζεις
τσουγκρίσεις
τσουγκρίζεσαι
τσουγκριστείς
3 sg
τσουγκρίζει
τσουγκρίσει
τσουγκρίζεται
τσουγκριστεί
1 pl
τσουγκρίζουμε , [‑ομε ]
τσουγκρίσουμε , [‑ομε ]
τσουγκριζόμαστε
τσουγκριστούμε
2 pl
τσουγκρίζετε
τσουγκρίσετε
τσουγκρίζεστε , τσουγκριζόσαστε
τσουγκριστείτε
3 pl
τσουγκρίζουν (ε )
τσουγκρίσουν (ε )
τσουγκρίζονται
τσουγκριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τσούγκριζα
τσούγκρισα
τσουγκριζόμουν (α )
τσουγκρίστηκα
2 sg
τσούγκριζες
τσούγκρισες
τσουγκριζόσουν (α )
τσουγκρίστηκες
3 sg
τσούγκριζε
τσούγκρισε
τσουγκριζόταν (ε )
τσουγκρίστηκε
1 pl
τσουγκρίζαμε
τσουγκρίσαμε
τσουγκριζόμασταν , (‑όμαστε )
τσουγκριστήκαμε
2 pl
τσουγκρίζατε
τσουγκρίσατε
τσουγκριζόσασταν , (‑όσαστε )
τσουγκριστήκατε
3 pl
τσούγκριζαν , τσουγκρίζαν (ε )
τσούγκρισαν , τσουγκρίσαν (ε )
τσουγκρίζονταν , (τσουγκριζόντουσαν )
τσουγκρίστηκαν , τσουγκριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τσουγκρίζω ➤
θα τσουγκρίσω ➤
θα τσουγκρίζομαι ➤
θα τσουγκριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τσουγκρίζεις , …
θα τσουγκρίσεις , …
θα τσουγκρίζεσαι , …
θα τσουγκριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τσουγκρίσει έχω, έχεις, … τσουγκρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τσουγκριστεί είμαι , είσαι , … τσουγκρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τσουγκρίσει είχα, είχες, … τσουγκρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τσουγκριστεί ήμουν , ήσουν , … τσουγκρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … τσουγκρίσει θα έχω, θα έχεις, … τσουγκρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τσουγκριστεί θα είμαι, θα είσαι, … τσουγκρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
τσούγκριζε
τσούγκρισε
—
τσουγκρίσου
2 pl
τσουγκρίζετε
τσουγκρίστε
τσουγκρίζεστε
τσουγκριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τσουγκρίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας τσουγκρίσει ➤
τσουγκρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τσουγκρίσει
τσουγκριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.