Learnedly from απο- ( apo- ) + Ancient Greek θαρρύνω ( tharrhúnō , “ to encourage ” ) , a calque of French décourager . Compare Koine Greek ἀποθαρρύνω ( apotharrhúnō , “ to encourage ” ) .[ 1] [ 2]
IPA (key ) : /a.po.θaˈɾi.no/
Hyphenation: α‧πο‧θαρ‧ρύ‧νω
αποθαρρύνω • (apotharrýno ) (past αποθάρρυνα , passive αποθαρρύνομαι , ppp αποθαρρυμένος )
( transitive ) to discourage , to dishearten , to dispirit , to daunt
Synonym: αποκαρδιώνω ( apokardióno )
Antonym: ενθαρρύνω ( entharrýno )
αποθαρρύνω αποθαρρύνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποθαρρύνω
αποθαρρύνω
αποθαρρύνομαι
αποθαρρυνθώ
2 sg
αποθαρρύνεις
αποθαρρύνεις
αποθαρρύνεσαι
αποθαρρυνθείς
3 sg
αποθαρρύνει
αποθαρρύνει
αποθαρρύνεται
αποθαρρυνθεί
1 pl
αποθαρρύνουμε , [‑ομε ]
αποθαρρύνουμε , [‑ομε ]
αποθαρρυνόμαστε
αποθαρρυνθούμε
2 pl
αποθαρρύνετε
αποθαρρύνετε
αποθαρρύνεστε , αποθαρρυνόσαστε
αποθαρρυνθείτε
3 pl
αποθαρρύνουν (ε )
αποθαρρύνουν (ε )
αποθαρρύνονται
αποθαρρυνθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποθάρρυνα
αποθάρρυνα
αποθαρρυνόμουν (α )
αποθαρρύνθηκα
2 sg
αποθάρρυνες
αποθάρρυνες
αποθαρρυνόσουν (α )
αποθαρρύνθηκες
3 sg
αποθάρρυνε
αποθάρρυνε
αποθαρρυνόταν (ε )
αποθαρρύνθηκε
1 pl
αποθαρρύναμε
αποθαρρύναμε
αποθαρρυνόμασταν , (‑όμαστε )
αποθαρρυνθήκαμε
2 pl
αποθαρρύνατε
αποθαρρύνατε
αποθαρρυνόσασταν , (‑όσαστε )
αποθαρρυνθήκατε
3 pl
αποθάρρυναν , αποθαρρύναν (ε )
αποθάρρυναν , αποθαρρύναν (ε )
αποθαρρύνονταν , (αποθαρρυνόντουσαν )
αποθαρρύνθηκαν , αποθαρρυνθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποθαρρύνω ➤
θα αποθαρρύνω ➤
θα αποθαρρύνομαι ➤
θα αποθαρρυνθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποθαρρύνεις , …
θα αποθαρρύνεις , …
θα αποθαρρύνεσαι , …
θα αποθαρρυνθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποθαρρύνει έχω, έχεις, … αποθαρρυμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποθαρρυνθεί είμαι , είσαι , … αποθαρρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποθαρρύνει είχα, είχες, … αποθαρρυμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποθαρρυνθεί ήμουν , ήσουν , … αποθαρρυμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποθαρρύνει θα έχω, θα έχεις, … αποθαρρυμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποθαρρυνθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποθαρρυμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποθάρρυνε
αποθάρρυνε
—
αποθαρρύνσου
2 pl
αποθαρρύνετε
αποθαρρύνετε
αποθαρρύνεστε
αποθαρρυνθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποθαρρύνοντας ➤
αποθαρρυνόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αποθαρρύνει ➤
αποθαρρυμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποθαρρύνει
αποθαρρυνθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.