Learnedly from απο- ( apo- ) + καρδί(α) ( kardí(a) , “ heart ” ) + -ώνω ( -óno ) , a calque of English dishearten .[ 1] [ 2]
IPA (key ) : /a.po.kaɾ.ðiˈo.no/
Hyphenation: α‧πο‧καρ‧δι‧ώ‧νω
αποκαρδιώνω • (apokardióno ) (past αποκαρδίωσα , passive αποκαρδιώνομαι , ppp αποκαρδιωμένος )
to dishearten , discourage , demoralise ( UK ) , demoralize ( US )
Synonym: αποθαρρύνω ( apotharrýno )
αποκαρδιώνω αποκαρδιώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκαρδιώνω
αποκαρδιώσω
αποκαρδιώνομαι
αποκαρδιωθώ
2 sg
αποκαρδιώνεις
αποκαρδιώσεις
αποκαρδιώνεσαι
αποκαρδιωθείς
3 sg
αποκαρδιώνει
αποκαρδιώσει
αποκαρδιώνεται
αποκαρδιωθεί
1 pl
αποκαρδιώνουμε , [‑ομε ]
αποκαρδιώσουμε , [‑ομε ]
αποκαρδιωνόμαστε
αποκαρδιωθούμε
2 pl
αποκαρδιώνετε
αποκαρδιώσετε
αποκαρδιώνεστε , αποκαρδιωνόσαστε
αποκαρδιωθείτε
3 pl
αποκαρδιώνουν (ε )
αποκαρδιώσουν (ε )
αποκαρδιώνονται
αποκαρδιωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποκαρδίωνα
αποκαρδίωσα
αποκαρδιωνόμουν (α )
αποκαρδιώθηκα
2 sg
αποκαρδίωνες
αποκαρδίωσες
αποκαρδιωνόσουν (α )
αποκαρδιώθηκες
3 sg
αποκαρδίωνε
αποκαρδίωσε
αποκαρδιωνόταν (ε )
αποκαρδιώθηκε
1 pl
αποκαρδιώναμε
αποκαρδιώσαμε
αποκαρδιωνόμασταν , (‑όμαστε )
αποκαρδιωθήκαμε
2 pl
αποκαρδιώνατε
αποκαρδιώσατε
αποκαρδιωνόσασταν , (‑όσαστε )
αποκαρδιωθήκατε
3 pl
αποκαρδίωναν , αποκαρδιώναν (ε )
αποκαρδίωσαν , αποκαρδιώσαν (ε )
αποκαρδιώνονταν , (αποκαρδιωνόντουσαν )
αποκαρδιώθηκαν , αποκαρδιωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκαρδιώνω ➤
θα αποκαρδιώσω ➤
θα αποκαρδιώνομαι ➤
θα αποκαρδιωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκαρδιώνεις , …
θα αποκαρδιώσεις , …
θα αποκαρδιώνεσαι , …
θα αποκαρδιωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκαρδιώσει έχω, έχεις, … αποκαρδιωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποκαρδιωθεί είμαι , είσαι , … αποκαρδιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκαρδιώσει είχα, είχες, … αποκαρδιωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποκαρδιωθεί ήμουν , ήσουν , … αποκαρδιωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκαρδιώσει θα έχω, θα έχεις, … αποκαρδιωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποκαρδιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκαρδιωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποκαρδίωνε
αποκαρδίωσε
—
αποκαρδιώσου
2 pl
αποκαρδιώνετε
αποκαρδιώστε
αποκαρδιώνεστε
αποκαρδιωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκαρδιώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκαρδιώσει ➤
αποκαρδιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποκαρδιώσει
αποκαρδιωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.