From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /siŋ.ɟenˈdɾo.no/
Hyphenation: συγ‧κε‧ντρώ‧νω
συγκεντρώνω • (sygkentróno ) (past συγκέντρωσα , passive συγκεντρώνομαι , p‑past συγκεντρώθηκα , ppp συγκεντρωμένος )
to gather , collect , bring together
to centralise ( UK ) , centralize ( US ) ,
Antonym: αποκεντρώνω ( apokentróno )
( passive ) to concentrate , focus , gather one's attention or mental effort onto a particular object or activity
Συγκεντρωνόμαστε στις μελέτες μας. ― Sygkentronómaste stis melétes mas. ― We concentrate on our studies.
συγκεντρώνω συγκεντρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συγκεντρώνω
συγκεντρώσω
συγκεντρώνομαι
συγκεντρωθώ
2 sg
συγκεντρώνεις
συγκεντρώσεις
συγκεντρώνεσαι
συγκεντρωθείς
3 sg
συγκεντρώνει
συγκεντρώσει
συγκεντρώνεται
συγκεντρωθεί
1 pl
συγκεντρώνουμε , [‑ομε ]
συγκεντρώσουμε , [‑ομε ]
συγκεντρωνόμαστε
συγκεντρωθούμε
2 pl
συγκεντρώνετε
συγκεντρώσετε
συγκεντρώνεστε , συγκεντρωνόσαστε
συγκεντρωθείτε
3 pl
συγκεντρώνουν (ε )
συγκεντρώσουν (ε )
συγκεντρώνονται
συγκεντρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συγκέντρωνα
συγκέντρωσα
συγκεντρωνόμουν (α )
συγκεντρώθηκα
2 sg
συγκέντρωνες
συγκέντρωσες
συγκεντρωνόσουν (α )
συγκεντρώθηκες
3 sg
συγκέντρωνε
συγκέντρωσε
συγκεντρωνόταν (ε )
συγκεντρώθηκε
1 pl
συγκεντρώναμε
συγκεντρώσαμε
συγκεντρωνόμασταν , (‑όμαστε )
συγκεντρωθήκαμε
2 pl
συγκεντρώνατε
συγκεντρώσατε
συγκεντρωνόσασταν , (‑όσαστε )
συγκεντρωθήκατε
3 pl
συγκέντρωναν , συγκεντρώναν (ε )
συγκέντρωσαν , συγκεντρώσαν (ε )
συγκεντρώνονταν , (συγκεντρωνόντουσαν )
συγκεντρώθηκαν , συγκεντρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συγκεντρώνω ➤
θα συγκεντρώσω ➤
θα συγκεντρώνομαι ➤
θα συγκεντρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συγκεντρώνεις , …
θα συγκεντρώσεις , …
θα συγκεντρώνεσαι , …
θα συγκεντρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συγκεντρώσει έχω, έχεις, … συγκεντρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συγκεντρωθεί είμαι , είσαι , … συγκεντρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συγκεντρώσει είχα, είχες, … συγκεντρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συγκεντρωθεί ήμουν , ήσουν , … συγκεντρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συγκεντρώσει θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκεντρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συγκέντρωνε
συγκέντρωσε
—
συγκεντρώσου
2 pl
συγκεντρώνετε
συγκεντρώστε
συγκεντρώνεστε
συγκεντρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συγκεντρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας συγκεντρώσει ➤
συγκεντρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συγκεντρώσει
συγκεντρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.