From Ancient Greek περιστρέφω . Morphologically from περι- ( “ around- ” ) + στρέφω ( “ turn ” ) .
IPA (key ) : /pe.ɾiˈstɾe.fo/
Hyphenation: πε‧ρι‧στρέ‧φω
περιστρέφω • (peristréfo ) (past περιέστρεψα , passive περιστρέφομαι )
( transitive ) to rotate , spin , pivot , revolve
Περιστρέφω τη βίδα. ― Peristréfo ti vída. ― I turn the screw.
Οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. ― Oi planítes peristréfontai gýro apó ton ílio. ― The planets revolve around the sun.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από πολιτικά θέματα. ― I syzítisi peristráfike gýro apó politiká thémata. ― The discussion revolved around politics.
περιστρέφω περιστρέφομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
περιστρέφω
περιστρέψω
περιστρέφομαι
περιστραφώ
2 sg
περιστρέφεις
περιστρέψεις
περιστρέφεσαι
περιστραφείς
3 sg
περιστρέφει
περιστρέψει
περιστρέφεται
περιστραφεί
1 pl
περιστρέφουμε , [‑ομε ]
περιστρέψουμε , [‑ομε ]
περιστρεφόμαστε
περιστραφούμε
2 pl
περιστρέφετε
περιστρέψετε
περιστρέφεστε , περιστρεφόσαστε
περιστραφείτε
3 pl
περιστρέφουν (ε )
περιστρέψουν (ε )
περιστρέφονται
περιστραφούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
περιέστρεφα
περιέστρεψα
περιστρεφόμουν (α )
περιστράφηκα
2 sg
περιέστρεφες
περιέστρεψες
περιστρεφόσουν (α )
περιστράφηκες
3 sg
περιέστρεφε
περιέστρεψε
περιστρεφόταν (ε )
περιστράφηκε , {περιεστράφη }
1 pl
περιστρέφαμε
περιστρέψαμε
περιστρεφόμασταν , (‑όμαστε )
περιστραφήκαμε
2 pl
περιστρέφατε
περιστρέψατε
περιστρεφόσασταν , (‑όσαστε )
περιστραφήκατε
3 pl
περιέστρεφαν , περιστρέφαν (ε )
περιέστρεψαν , περιστρέψαν (ε )
περιστρέφονταν , (περιστρεφόντουσαν )
περιστράφηκαν , περιστραφήκαν (ε ), {περιεστράφησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα περιστρέφω ➤
θα περιστρέψω ➤
θα περιστρέφομαι ➤
θα περιστραφώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα περιστρέφεις , …
θα περιστρέψεις , …
θα περιστρέφεσαι , …
θα περιστραφείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … περιστρέψει έχω, έχεις, … περιστραμμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … περιστραφεί είμαι , είσαι , … περιστραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … περιστρέψει είχα, είχες, … περιστραμμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … περιστραφεί ήμουν , ήσουν , … περιστραμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … περιστρέψει θα έχω, θα έχεις, … περιστραμμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … περιστραφεί θα είμαι, θα είσαι, … περιστραμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
περίστρεφε
περίστρεψε
—
περιστρέψου
2 pl
περιστρέφετε
περιστρέψτε
περιστρέφεστε
περιστραφείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
περιστρέφοντας ➤
περιστρεφόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας περιστρέψει ➤
περιστραμμένος , ‑η, ‑o {περιεστραμμένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
περιστρέψει
περιστραφεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: στρέφω ( stréfo , “ turn ” )