αποκαθιστώ
See also: ἀποκαθιστῶ
Greek
Alternative forms
- αποκατασταίνω (apokatastaíno) (rare, less formal, demotic)
Pronunciation
Verb
αποκαθιστώ • (apokathistó) (past αποκατέστησα/αποκατάστησα, passive αποκαθίσταμαι, p‑past αποκαταστάθηκα, ppp αποκατεστημένος)
- repair, restore to normal
- πρέπει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο δίκτυο ύδρευσης (we must repair the damage to the water supply)
- provide for (financially)
- (colloquial) marry off, marry
- Δεν ήθελε να νυμφευτεί ο ίδιος πριν αποκαταστήσει την αδελφή του. (He will not marry until he has married off his sister.)
Conjugation
αποκαθιστώ αποκαθίσταμαι (irregular)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποκαθιστώ | αποκαταστήσω | αποκαθίσταμαι | αποκατασταθώ |
2 sg | αποκαθιστάς | αποκαταστήσεις | αποκαθίστασαι | αποκατασταθείς |
3 sg | αποκαθιστά | αποκαταστήσει | αποκαθίσταται | αποκατασταθεί |
1 pl | αποκαθιστούμε | αποκαταστήσουμε, [‑ομε] | {αποκαθιστάμεθα} | αποκατασταθούμε |
2 pl | αποκαθιστάτε | αποκαταστήσετε | {αποκαθίστασθε} | αποκατασταθείτε |
3 pl | αποκαθιστούν[ε] | αποκαταστήσουν[ε] | αποκαθίστανται | αποκατασταθούν[ε] |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποκαθιστούσα | αποκατέστησα, αποκατάστησα | —1 | αποκαταστάθηκα |
2 sg | αποκαθιστούσες | αποκατέστησες, αποκατάστησες | — | αποκαταστάθηκες |
3 sg | αποκαθιστούσε | αποκατέστησε, αποκατάστησε | αποκαθίστατο | αποκαταστάθηκε |
1 pl | αποκαθιστούσαμε | αποκαταστήσαμε | — | αποκατασταθήκαμε |
2 pl | αποκαθιστούσατε | αποκαταστήσατε | — | αποκατασταθήκατε |
3 pl | αποκαθιστούσαν[ε] | αποκατέστησαν, αποκαταστήσαν[ε], αποκατάστησαν | αποκαθίσταντο | αποκαταστάθηκαν, αποκατασταθήκαν[ε] |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποκαθιστώ ➤ | θα αποκαταστήσω ➤ | θα αποκαθίσταμαι ➤ | θα αποκατασταθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποκαθιστάς, … | θα αποκαταστήσεις, … | θα αποκαθίστασαι, … | θα αποκατασταθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποκαταστήσει έχω, έχεις, … αποκατεστημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποκατασταθεί είμαι, είσαι, … αποκατεστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποκαταστήσει είχα, είχες, … αποκατεστημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποκατασταθεί ήμουν, ήσουν, … αποκατεστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποκαταστήσει θα έχω, θα έχεις, … αποκατεστημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποκατασταθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκατεστημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | αποκατάστησε | — | αποκαταστήσου |
2 pl | αποκαθιστάτε | αποκαταστήστε | αποκαθίστασθε | αποκατασταθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποκαθιστώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποκαταστήσει ➤ | αποκατεστημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποκαταστήσει | αποκατασταθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. From the ancient conjugation of καθίστημι, mostly 3rd persons of passive imperfect are used in Modern Greek. The full conjugation was: -καθιστάμην, -καθίστασο, -καθίστατο, -καθιστάμεθα, -καθίστασθε, -καθίσταντο. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποκατάσταση f (apokatástasi)
- and see: καθιστώ (kathistó, “appoint”)
See also
- mediaeval and Hellenistic ἀποκαθιστῶ (apokathistô)
- more ancient form ἀποκαθίστημι (apokathístēmi)