αγκύλη

From Wiktionary, the free dictionary
Archived revision by WingerBot (talk | contribs) as of 05:06, 25 July 2022.
Jump to navigation Jump to search
See also: αγκύλι

Greek

Pronunciation

Noun

αγκύλη (agkýlif (plural αγκύλες)

  1. curve, bend, angle
  2. (typographical) bracket
    1. (often) square bracket ( [ ] )
    2. (less commonly) brace or curly bracket ( { } )
  3. (anatomy) joint: knee, elbow

Declension

Adjective

αγκύλη (agkýli)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αγκύλος (agkýlos).

See also

.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
  ( )     παρένθεση 
  [ ]     αγκύλη 
  { }     άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)