Category:Ancient Greek masculine nouns in the second declension
Jump to navigation
Jump to search
Subcategories
This category has only the following subcategory.
P
Pages in category "Ancient Greek masculine nouns in the second declension"
The following 200 pages are in this category, out of 1,651 total.
(previous page) (next page)Α
- ἀβακίσκος
- ἄβροτος
- Ἀγάθυρσοι
- ἄγγαρος
- ἄγγελος
- Ἁγησίλαος
- ἁγιασμός
- ἅγιος
- ἁγνισμός
- ἀγός
- ἀγοστός
- ἄγριππος
- ἀγρός
- ἀδελφεός
- ἀδελφός
- ἄδορος
- ἅδος
- ἄεθλος
- ἀετός
- ἀήτης
- ἀθάνατος
- ἆθλος
- ἀθυρόγλωττος
- αἴγαγρος
- αἰγιαλός
- αἴγιθος
- αἰγοκέφαλος
- αἰγόλεθρος
- αἰγυπιός
- Αἰγύπτιος
- αἰγωλιός
- Αἴδουος
- αἰετός
- αἰθαλός
- αἴθαλος
- αἶθος
- αἴλουρος
- αἶνος
- αἰπόλος
- αἴσακος
- αἴτιος
- Αἰτωλός
- αἰχμάλωτος
- ἄκανθος
- ἄκαστος
- ἀκιδωτός
- ἄκινος
- ἄκολος
- ἀκρατοφόρος
- ἄκυλος
- ἀλάβαστος
- ἀλάβαστρος
- ἀλαλητός
- Ἀλαρόδιοι
- Ἀλβανός
- ἀλετρίβανος
- ἁλιάετος
- ἁλιαίετος
- ἅλιος
- ἀλφάβητος
- ἀλφός
- ἀλωπέκουρος
- ἁμαρτωλός
- ἀμνός
- ἀμολγός
- ἀμορβός
- ἀμπελόδεσμος
- ἄμυλος
- Ἀμφίλοχος
- ἀνάγυρος
- Ἀνακτόριος
- ἄναυρος
- ἀναχρονισμός
- ἀνδρεῖος
- ἄνεμος
- ἀνεψιός
- ἄνθος
- ἀνθρωπίσκος
- ἄνθρωπος
- ἀνθύπατος
- ἀντίπατρος
- ἄντλος
- ἀοιδός
- ἄπειρος
- ἄπιος
- ἀποδασμός
- ἄποικος
- ἀπόλογος
- ἀπόστολος
- ἄραβος
- ἄραδος
- ἄρακος
- Ἀραμαῖοι
- Ἄρβερνος
- ἄρβηλος
- Ἀργεῖος
- ἀργυροκόπος
- ἀργυρόλιθος
- ἄργυρος
- ἀργυρότοξος
- Ἀρδιαῖοι
- ἀρθμός
- ἀριθμός
- Ἀριμασπός
- ἄρκηλος
- ἁρμός
- ἀρνειός
- ἀρνός
- ἄρταμος
- ἄρτος
- ἀρύβαλλος
- ἄρυσος
- ἀρχάγγελος
- ἀρχαϊσμός
- ἄρχανος
- Ἀρχίδαμος
- ἀρχιδιάκονος
- ἀρχιεπίσκοπος
- ἀρχιζάκορος
- ἀρχιμάγειρος
- ἀρχιραβδοῦχος
- ἀρχισυνάγωγος
- ἀρχός
- Ἀσαῖοι
- Ἀσιανός
- ἀσκάλαβος
- ἀσκάλαφος
- ἄσκαρος
- ἀσκοθύλακος
- ἀσκός
- ἀσπάλαθος
- ἀσπάραγος
- ἀσσάριον
- ἀστακός
- ἀστερίσκος
- ἀστός
- ἀστραγαλῖνος
- ἀστραγαλίσκος
- ἀστράγαλος
- ἀστρολάβος
- ἄσφαλτος
- ἀσφάραγος
- ἀσφόδελος
- ἀτμός
- ἄτρακτος
- ἀττάραγος
- ἀττέλαβος
- αὐλικός
- αὐλός
- αὐλῳδός
- αὐτόμολος
- αὐχμός
- ἀφορισμός
- ἀφρός
- ἀφυσγετός
- Ἀχαιός
Β
- βάκηλος
- Βάκτριος
- βάλαγρος
- βάναυσος
- βαπτισμός
- βάρακος
- βάρβιτος
- βασιλίσκος
- βάσκανος
- βάταλος
- βάτος
- βάτραχος
- βέλεκκος
- βέρεδος
- βηλός
- Βηρύτιος
- βιβλιογράφος
- βιβλιοκάπηλος
- Βιθυνός
- βῖκος
- βίος
- βιός
- βίοτος
- βίρρος
- βλαστός
- Βλάχος
- βλωμός
- βοηθός
- βόθρος
- Βοιωτός
- βολβός
- βόλινθος
- βόλος
- βόμβος
- βομβυλιός
- βόνασος
- βόρασσος
- βόρβορος
- βορβορυγμός
- Βοσπορίτης
- βόστρυχος
- Βοττιαῖοι
- βούβαλος
- Βουδῖνοι