User:Orgyn/Σύνθετα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

One website to find them all.

άγω

[edit]

αναπαράγω απάγω διεξάγω εισάγω ενάγω εξάγω κατάγομαι παράγω προάγω προσάγω συνάγω συνεπάγεται υπάγω

αιρώ

[edit]

αναιρώ αφαιρώ διαιρώ εξαιρώ καθαιρώ προαιρούμαι υπεξαιρώ

αλλάσσω

[edit]

ανταλλάσσω απαλλάσσω εναλλάσσω μεταλλάσσω παραλλάσσω συνδιαλλάσσω

βαίνω

[edit]

έκβαση ανεβαίνω απόβαση διαβαίνω επεμβαίνω επιβαίνω κατεβαίνω μεταβαίνω παραβαίνω παρεμβαίνω προβαίνω προσβαίνω πρόσβαση συμβαίνω υπερβαίνω

βάλλω

[edit]

αμφιβάλλω αναβάλλω αντιπαραβάλλω αποβάλλω διαβάλλω εισβάλλω εκβάλλω επιβάλλω καταβάλλω μεταβάλλω παραβάλλω περιβάλλω προβάλλω προσβάλλω συμβάλλω υπερβάλλω υποβάλλω

βλέπω

[edit]

αποβλέπω διαβλέπω επιβλέπω παραβλέπω προβλέπω προσβλέπω

γράφω

[edit]

αναγράφω αντιγράφω απογραφή διαγράφω δυσγραφία εγγράφω επιγραφή επιγραφή καταγράφω μεταγραφή μετεγγραφή παραγράφω περιγράφω προδιαγράφω προσυπογράφω συγγράφω υπογράφω

δεικνύω

[edit]

αναδεικνύω αποδεικνύω δείχνω επιδεικνύω καταδεικνύω υποδεικνύω

δέχομαι

[edit]

αποδέχομαι διαδέχομαι ενδέχεται επιδέχεται καλοδέχομαι καταδέχομαι παραδέχομαι υποδέχομαι

δίδω

[edit]

αναμεταδίδω ανταποδίδω αποδίδω διαδίδω εκδίδω ενδίδω επιδίδω καταδίδω μεταδίδω παραδίδω προδίδω προσδίδω

έρχομαι

[edit]

ανέρχομαι αντιπαρέρχομαι εισέρχομαι κατέρχομαι παρέρχομαι προέρχομαι προσέρχομαι συνέρχομαι υπεισέρχομαι

έχω

[edit]

ανέχομαι αντέχω απέχω διακατέχω εμπεριέχω ενέχω εξέχω επέχω κατέχω παρέχω παραέχω περιέχω προέχει προεξέχω συμμετέχω υπερέχω υπερέχω

θέτω

[edit]

αδιαθέτω αθέτω αναθέτω αντιθέτω αποθέτω αποσυνθέτω διαθέτω εκθέτω επιθέτω καταθέτω μεταθέτω παραθέτω προδιαθέτω προσθέτω προϋποθέτω συνθέτω τίθεμαι υποθέτω

ίσταμαι

[edit]

αντικαθιστώ αφίσταμαι διίσταμαι εξίσταμαι επίσταμαι καθίσταμαι καθιστώ παρίσταμαι προίσταμαι συνίσταμαι συνιστώ υφίσταμαι

καλύπτω

[edit]

ανακαλύπτω αποκαλύπτω επικαλύπτω περικαλύπτω πρωτοανακαλύπτω συγκαλύπτω υπερκαλύπτω

καλώ

[edit]

ανακαλώ αποκαλώ επικαλούμαι παρακαλώ προκαλώ προσκαλώ συγκαλώ

κρατώ

[edit]

επικρατώ κατακρατώ παρακρατώ συγκρατώ

λαμβάνω

[edit]

αναλαμβάνω απολαμβάνω καταλαμβάνω μεταλαμβάνω παραλαμβάνω περιλαμβάνω προλαμβάνω συλλαμβάνω

λέγω

[edit]

αντιλέγω διαλέγομαι διαλέγω εκλέγω επιλέγω λέω ξελέω προλέγω συγκαταλέγω συλλέγω συνδιαλέγομαι

λογίζω

[edit]

αναλογίζομαι διαλογίζομαι καταλογίζω λογίζομαι προλογίζω προϋπολογίζω υπολογίζω

μένω

[edit]

αναμένω απομένω διαμένω εμμένω εναπομένω επιμένω ξεμένω παραμένω

ρίπτω

[edit]

απορρίπτω επιρρίπτω καταρρίπτω

στρέφω

[edit]

αντιστρέφω αποστρέφω διαστρέφω επιστρέφω καταστρέφω μεταστρεφή περιστρέφω

σύρω

[edit]

ανασύρω αποσύρω διασύρω επισύρω παρασύρω

τάσσω

[edit]

ανακατατάσσω αντιπαρατάσσω διατάσσω εντάσσω επανεντάσσω επιτάσσω κατατάσσω μετατάσσω παρατάσσω πατάσσω προτάσσω συντάσσω υποτάσσω

τρέπω

[edit]

ανατρέπω αποτρέπω επιτρέπω μετατρέπω προτρέπω

φέρω

[edit]

αναφέρω αποφέρω διαφέρω εισφέρω ενδιαφέρω μεταφέρω προσφέρω προφέρω συμφέρω συνεισφέρω υποφέρω

φυλάσσω

[edit]

διαφυλάσσω επιφυλάσσω προφυλάσσω

χωρώ

[edit]

αναχωρώ αποχωρώ εισχωρώ εκχωρώ καταστενοχωρώ καταχωρώ οπισθοχωρώ παραχωρώ προσχωρώ στενοχωρώ συγχωρώ υπαναχωρώ υποχωρώ