Appendix:Greek verbs/Ο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
οβελίζω  (el ) οβέλισα οβελίζομαι
ογκανίζω  (el ), ➤ γκαρίζω bray (donkey) ογκάνισα
grow, expand ογκούμαι  (el ), ➤ ογκώνομαι
ογκώμαι  (el )
(ογκώνω), ➤ γκώνω grow, expand, swell όγκωσα ογκώνομαι  (el ), ογκούμαι ογκώθηκα ογκωμένος
ογραίνω  (el ), ➤ υγραίνω
οδεύω  (el ) advance όδευσα
οδηγώ  (el ), οδηγάω drive, lead, guide οδήγησα οδηγούμαι οδηγήθηκα οδηγημένος
οδοιπορώ  (el ) walk, march, tramp †(οδοιπόρησα
οδοντοφυώ  (el ) cut teeth
οδοστρώνω  (el )
lament, bemoan οδύρομαι  (el )
οζονίζω  (el ), οζοντίζω ozonise, sterilise οζόντισα οζοντίσθηκα οζοντισμένος
όζω  (el )
οιακίζω  (el )
οιακοστροφώ  (el )
οίδα  (el )
appropriate, usurp οικειοποιούμαι  (el ) οικειοποιήθηκα
οικειούμαι  (el ), οικειώνομαι οικειώθηκα οικειωμένος
οικίζω  (el ) colonise οίκισα οικίζομαι οικίστηκα
οικοδομώ  (el ) build οικοδόμησα οικοδομούμαι οικοδομήθηκα οικοδομημένος
οικοκυρεύω  (el ) save (money)
οικονομώ  (el ), οικονομάω, ➤ κονομάω save, save up οικονόμησα οικονομούμαι, οικονομιέμαι οικονομήθηκα οικονομημένος
οικοπεδοποιώ  (el ) reclaim οικοπεδοποίησα οικοπεδοποιούμαι οικοπεδοποιήθηκα οικοπεδοποιημένος
οικουρώ  (el )
οικτίρω  (el ) take pity οίκτιρα
οικώ  (el ) reside οίκησα οικούμαι
οιμώζω  (el )
οιστρηλατώ  (el ) encourage, goad οιστρηλάτησα οιστρηλατούμαι οιστρηλατήθηκα οιστρηλατημένος
οιωνίζομαι  (el )
οιωνοσκοπώ  (el )
οκνεύω  (el ) laze, idle όκνεψα
οκνώ  (el )
οκταπλασιάζω  (el ), οχταπλασιάζω
ολιγοπιστώ  (el )
ολιγοστεύω  (el ), ➤ λιγοστεύω
ολιγοψυχώ  (el ), ➤ λιγοψυχώ lose nerve ολιγοψύχησα
ολιγωρώ  (el ) be negligent ολιγώρησα
ολισθαίνω  (el ) drift, slide, lapse ολίσθησα
ολοκληρώνω  (el ) complete, finish ολοκλήρωσα ολοκληρώνομαι ολοκληρώθηκα ολοκληρωμένος
ολολύζω  (el ) ululate ολόλυξα
ολοφύρομαι  (el )
ομαδοποιώ  (el ) group, classify ομαδοποίησα ομαδοποιούμαι ομαδοποιήθηκα ομαδοποιημένος
ομαλίζω  (el ) ομάλισα ομαλίστηκα ομαλισμένος
ομαλοποιώ  (el ) normalise ομαλοποίησα ομαλοποιούμαι ομαλοποιήθηκα ομαλοποιημένος
ομαλύνω  (el ) smooth, level, normalise ομάλυνα ομαλύνομαι ομαλύνθηκα ομαλυμένος
ομιλώ  (el ), ➤ μιλώ speak, discourse ομίλησα ομιλούμαι ομιλήθηκα
ομνύω  (el ) swear in ώμοσα
ομογενοποιώ  (el )
ομογνωμονώ  (el )
ομογνωμώ  (el ) † (ομογνώμησα)
ομοδοξώ  (el )
ομοιάζω  (el ), ➤ μοιάζω look like, resemble
ομοιοκαταληκτώ  (el ), ομοιοκαταληχτώ rhyme
ομοιώνω  (el ), ➤ εξομοιώνω ομοίωσα ομοιώθηκα
ομολογώ  (el ), ➤ μολογώ admit, confess ομολόγησα ομολογούμαι, ομολογιέμαι ομολογήθηκα ομολογημένος
ομονοώ  (el ) agree, unite ομονόησα
ομόνω  (el ), ➤ ομώνω take an oath, swear όμοσα
ομορφαίνω  (el ) embellish ομόρφυνα
dress up, prettify ομορφοντύνομαι  (el )
ομοφρονώ  (el ) think alike ομοφρόνησα
ομοσιτώ  (el )
ομοφηφώ  (el )
ομοφρονώ  (el )
ομοφωνώ  (el )
ομπυάζω  (el ) όμπυασα ομπυασμένος
ομφαλοσκοπώ  (el )
ομώνω  (el ), ➤ ομόνω, ➤ αμώνω, ➤ αμόνω swear (legal) ώμοσα
ονειδίζω  (el ) blame, reproach, sneer ονείδισα ονειδίζομαι ονειδίστηκα
dream about ονειρεύομαι  (el ), ➤ ονειροπολώ ονειρεύτηκα ονειρεμένος
ονειριάζομαι  (el ), ➤ νειριάζομαι ονειριάστηκα
ονειροβατώ  (el )
ονειροπολώ  (el ), ➤ ονειρεύομαι fantasize, daydream ονειροπόλησα
ονειρώττω  (el )
ονομάζω  (el ) name, mention, call ονόμασα ονομάζομαι ονομάστηκα ονομασμένος
ονοματίζω  (el ), ➤ νοματίζω name, call ονομάτισα ονοματίζομαι ονοματίστηκα ονοματισμένος
ονοματοθετώ  (el ) ονοματοθέτησα ονοματοήθηκα ονοματοημένος
ονοματοποιώ  (el ) ονοματοποίησα ονοματοποιούμαι ονοματοποιήθηκα ονοματοποιημένος
οντουλάρω  (el ) set, wave (hair)
οξειδοφωσφορυλιώνω  (el ) οξειδοφωσφορυλίωσα οξειδοφωσφορυλιώνομαι οξειδοφωσφορυλιωμένος
  (el ) οξειδώνομαι οξειδώθηκα οξειδωμένος
οξειδώνω  (el ) §, οξιδώνω οξείδωσα οξειδώνομαι οξειδώθηκα οξειδωμένος
οξεοποιώ  (el )
οξιδώνω  (el ), ➤ οξειδώνω § oxidise, rust οξίδωσα οξιδώνομαι οξιδώθηκα οξιδωμένος
οξυγονοκολλώ  (el )
οξυγονώ  (el ) §
οξυγονώνω  (el ) oxygenate, (oxygenise) οξυγόνωσα οξυγονώνομαι οξυγονώθηκα οξυγονωμένος
οξύνω  (el ) sharpen, acidify όξυνα οξύνομαι οξύνθηκα οξυμμένος
οξυτονώ  (el )
οπαλίζω  (el )
οπισθογραφώ  (el ) endorse οπισθογράφησα οπισθογραφούμαι οπισθογραφήθηκα οπισθογραφημένος
οπισθοδρομώ  (el ) retreat οπισθοδρόμησα
οπισθοχωρώ  (el ) retreat, withdraw οπισθοχώρησα
οπλίζω  (el ) arm, load, cock όπλισα οπλίζομαι οπλίστηκα, οπλίσθηκα § οπλισμένος
οπλομαχώ  (el ) fence
οπλοφορώ  (el ) go armed, bear arms οπλοφόρησα
hallucinate οπτασιάζομαι  (el ) οπτασιάστηκα οπτασιασμένος
οπτικοποιώ  (el ) οπτικοποίησα οπτικοποιούμαι οπτικοποιήθηκα οπτικοποιημένος
envisage, dream οραματίζομαι  (el ) οραματίστηκα, οραματίσθηκα §
οργανώνω  (el ) organise οργάνωσα οργανώνομαι οργανώθηκα οργανωμένος
οργιάζω  (el ) run wild, debauch οργίασα
οργίζω  (el ) enrage όργισα οργίζομαι οργίστηκα οργισμένος
οργώ  (el )
οργώνω  (el ), ➤ αροτριώ plough, plow όργωσα οργώνομαι οργώθηκα οργωμένος
  (el ) long for, lust after ορέγομαι  (el ) , ρέγομαι ορέχτηκα
ορειχαλκώνω  (el ) ορειχάλκωσα ορειχαλκώθηκα ορειχαλκωμένος
ορθιάζω  (el )
ορθογραφώ  (el ) write/spell correctly ορθογράφησα ορθογραφούμαι ορθογραφήθηκα ορθογραφημένος
ορθογωνίζω  (el ) ορθογώνισα ορθογωνίστηκα ορθογωνισμένος
ορθοποδίζω  (el )
ορθοποδώ  (el ) recover ορθοπόδησα
ορθοτομώ  (el ) ορθοτόμησα ορθοτομούμαι ορθοτομήθηκα ορθοτομημένος
ορθοτονώ  (el ) ορθοτόνησα ορθοτονήθηκα ορθοτονημένος
ορθοφρονώ  (el ) be right-thinking
ορθώνω  (el ) erect, straighten out όρθωσα ορθώνομαι ορθώθηκα ορθωμένος
οριζοντιώνω  (el ) lie flat οριζοντίωσα οριζοντιώνομαι οριζοντιώθηκα οριζοντιωμένος
ορίζω  (el ) define, appoint όρισα ορίζομαι ορίστηκα, ορίσθηκα § ορισμένος
οριοθετώ  (el ), ➤ οροθετώ demarcate οριοθέτησα οριοθετούμαι οριοθετήθηκα οριοθετημένος
οριστικοποιώ  (el ) finalise οριστικοποιούμαι
ορκίζω  (el ) swear in όρκισα ορκίζομαι ορκίστηκα, ορκίσθηκα § ορκισμένος
ορκοδοτώ  (el ) ορκοδότησα
ορκωμοτώ  (el )
ορμαθίζω  (el ), ➤ αρμαθιάζω
ορμηνεύω  (el ) advise ορμήνεψα ορμηνεύομαι ορμηνεύτηκα ορμηνεμένος
ορμίζω  (el ) moor όρμισα ορμίζομαι ορμίστηκα ορμισμένος
ορμώ  (el ), ορμάω surge, rush όρμησα ορμώμαι ορμήθηκα ορμημένος
οροθετώ  (el ), ➤ οριοθετώ demarcate οροθέτησα οροθετούμαι οροθετήθηκα οροθετημένος
οροσημαίνω  (el ), ➤ οριοθετώ demarcate
ορρωδώ  (el ) þ ορρώδησα
ορτσάρω  (el ) luff, (nautical) όρτσαρα, ορτσάρισα ορτσαρισμένος
ορύσσω  (el ), ορύττω, (ορύγω) όρυξα ορύχτηκα ορυγμένος
ορφανεύω  (el ) §, ➤ αρφανεύω orphan ορφάνεψα ορφανεμένος
ορφανίζω  (el ), ➤ απορφανίζω
ορχούμαι  (el )
ορώ  (el )
smell, sense οσμίζομαι  (el ) οσμίστηκα
οστεοποιώ  (el )
οστεώνω  (el ) οστεώνομαι
οστρακίζω  (el ) οστράκισα οστρακίζομαι οστρακίσθηκα οστρακισμένος
smell, sense οσφραίνομαι  (el ) οσφράνθηκα
ουδετεροποιώ  (el ) neutralise ουδετεροποιούμαι
ουδετερώνω  (el ) neutralise ουδετέρωσα ουδετερώθηκα ουδετερωμένος
ουρανοβατώ  (el ) daydream
ουρανώνω  (el ) ουράνωσα ουρανώθηκα ουρανωμένος
ουριοδρομώ  (el ) run/sail downwind
ουρλιάζω  (el ) howl, scream ούρλιαξα
ουρώ  (el ) urinate ούρησα
ουσιαστικοποιώ  (el ) ουσιαστικοποίησα ουσιαστικοποιούμαι ουσιαστικοποιήθηκα ουσιαστικοποιημένος
οφείλω  (el ) owe όφειλα οφείλομαι
οχεύω  (el )
οχλοκρατούμαι  (el ) rule by the mob οχλοκρατούμαι
οχταπλασιάζω  (el ) οχταπλασιάζω
  (el ) οχτρεύομαι
οχυρώνω  (el ) fortify, dig in οχύρωσα οχυρώνομαι οχυρώθηκα οχυρωμένος
όψομαι  (el ) όψομαι

Sources

[edit]
  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: