From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
Potential editors are requested to note and copy the table format,
Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
el — το Βικιλεξικό
— to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
With second conjugation verbs the "-άω " (and sometimes the "-'ιζω ") forms are listed with the "-ώ " form, even when that form is less common.
The major sources used are listed at the foot of this page .
➤ Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
† Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
‡ Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
§ Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
þ Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
Ø Neologisms
pass will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
() Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
Active present
English
Active simple past
Passive present
Passive simple past
Passive perfect participle
—
dash , jump up , skip
πετάγομαι • (el ), ➤ πετώ
πετάχτηκα
πεταμένος , πεταγμένος
πεταλουδίζω • (el )
flutter ( about )
πεταλούδισα
πεταλώνω • (el )
shoe ( horse )
πετάλωσα
πεταλώνομαι
πεταλώθηκα
πεταλωμένος
πεταρίζω • (el )
flap , flutter ( heart ) , blink
πετάρισα
πετιέμαι • (el ), ➤ πετώ , ➤ πετάγομα
—
πέτομαι • (el ) § , ➤ πετώ
†
πετροβολώ • (el )
stone , throw ( stones )
πετροβόλησα
πετροβολιέμαι
πετροβολήθηκα
πετροβολημένος
πετρώνω • (el )
petrify , become stone
πέτρωσα
πετρώνομαι
πετρώθηκα
πετρωμένος
πετσιάζω • (el )
form skin
πέτσιασα
πετσιάζομαι
πετσιάστηκα
πετσιασμένος
πετσικάρω • (el )
πετσικάρισα
πετσοκόβω • (el )
cut , butcher
πετσόκοψα
πετσοκόβομαι
πετσοκόπηκα
πετσοκομμένος
πετσώνω • (el )
cover with leather /skin
πέτσωσα
πετσώνομαι
πετσώθηκα
πετσωμένος
πετυχαίνω • (el )
succeed , get on
πέτυχα , επέτυχα
πετυχημένος
πετώ • (el ), πετάω
fly , take wing
πέταξα
πετιέμαι , πετάγομα
πετάχτηκα
πεταμένος , πεταγμένος
πέφτω • (el ), (πεσώ ), πίπτω
fall , plummet
έπεσα
πεσμένος
πηγάζω • (el )
spring , rise ( river )
πήγασα , επήγασα
—
come and go
πηγαινοέρχομαι • (el ), πηγαινόρχομαι
†
πηγαινοφέρνω • (el )
come and go
πηγαίνω • (el ), ➤ πάω , παγαίνω , πάγω
go
πήγα
πηγεμένος
πηδαλιουχώ • (el )
steer ( ship )
πηδαλιούχησα
πηδαλιουχούμαι
πηδαλιουχήθηκα
πηδαλιουχημένος
πηδώ • (el ), πηδάω
jump , leap
πήδηξα , πήδησα
πηδιέμαι
πηδήθηκα , πηδήχτηκα §
πηδημένος , πηδηγμένος
πήζω • (el )
coagulate , freeze
έπηξα
πηγμένος
πηκτωματοποιώ • (el )
πηλαλώ • (el ), πηλαλάω , ➤ πιλαλώ
πηλάλησα
πηλοβατώ • (el )
πιάνω • (el )
hold , catch
έπιασα
πιάνομαι
πιάστηκα
πιασμένος
πιδακίζω • (el )
πιέζω • (el )
push , squeeze
πίεσα
πιέζομαι
πιέστηκα
πιεσμένος
— • (el )
πιθανεύομαι
πιθανολογώ • (el )
conjecture , speculate
πιθανολόγησα
πιθανολογούμαι
πιθανολογήθηκα
πιθηκίζω • (el )
ape , imitate
πιθήκισα
πιθυμώ • (el )
πιθώνω • (el ), ➤ απιθώνω
απιθώνωα
πικαρίζω • (el )
πικάρω • (el )
annoy , irritate , nettle
πίκαρα , πικάρισα
πικάρομαι
πικαρίστηκα
πικαρισμένος
πικραίνω • (el )
embitter , grieve
πίκρανα
πικραίνομαι
πικράθηκα
πικραμένος
πικραναστενάζω • (el )
πικρίζω • (el )
rue , be bitter
πίκρισα
πικροκαρδίζω • (el )
πικροκάρδισα
πικροκαρισμένος
πικροφέρνω • (el )
taste slightly bitter
πιλαλώ • (el ), ➤ πηλαλώ , πιλαλάω
roam , run
πιλατεύω • (el ) ‡
pester , irritate
πιλάτεψα
πιλοτάρω • (el )
steer , pilot
πιλόταρα , πιλοτάρισα
πιλοτάρομαι
πιλοταρίστηκα
—
πιλοφορώ • (el )
πιλοφόρησα
πινελάρω • (el )
πινελάρισα
πινελάρομαι
πινελαρίστηκα
πινελαρισμένος
πίνω • (el )
drink , smoke , booze
ήπια
πίνομαι
πιώθηκα
πιωμένος
πιπερίζω • (el )
be peppery ( taste )
†
πιπερώνω • (el )
pepper ( seasoning )
πιπέρωσα
πιπερώνομαι
πιπερώθηκα
πιπερωμένος
πιπίζω • (el ), πιππίζω
†
πιπιλίζω • (el )
suck
πιπίλισα
πιπιλώ • (el ), πιπιλάω
πίπτω • (el ), ➤ πέφτω
έπεσα
πιπώνω • (el )
go down on
πίπωσα
πιπώνομαι
πιρουνιάζω • (el ), ➤ περονιάζω
fork , spear
πιρούνιασα
πιρουνιάζομαι
πιρουνιάστηκα
πιρουνιασμένος
πισκαλώ • (el )
πισσάρω • (el )
tar , pitch
πισσάρισα
πισσάρομαι
πισσαρίστηκα
πισσαρισμένος
πισσώνω • (el )
tar , pitch
πίσσωσα
πισσώνομαι
πισσώσθηκα
πισσωμένος
πιστεύω • (el )
believe , think
πίστεψα
πιστεύομαι
πιστεύτηκα
—
πιστοδοτώ • (el )
finance , give credit
πιστοδότησα
πιστοδοτούμαι
πιστοδοτήθηκα
πιστοδοτημένος
πιστολίζω • (el )
fire , shoot ( pistol )
πιστόλισα
πιστολίζομαι
πιστολίστηκα
πιστολισμένος
πιστοποιώ • (el )
certify , vouch for
πιστοποίησα
πιστοποιούμαι
πιστοποιήθηκα
πιστοποιημένος
πιστοχρεώνω • (el ), ➤ χρεοπιστώνω
πιστοχρέωσα
πιστοχρεώνομαι
πιστοχρεώθηκα
πιστοχρεωμένος
πιστώνω • (el )
credit
πίστωσα
πιστώνομαι
πιστώθηκα
πιστωμένος
πισωγυρίζω • (el )
turn back , repel
πισωδρομώ • (el )
πισωδρόμησα
πιτηδεύομαι • (el )
πιτηδεύομαι
πιτσιλίζω • (el )
splash
πιτσίλισα
πιτσιλίστηκα
πιτσιλισμένος
πιτσιλώ • (el )}}, ➤ πιτσιλάω
πιτσυλίζω • (el )
πιτσύλισα
πιτσυλίζομαι
πιτσυλίστηκα
πιτσυλισμένος
πλαγιάζω • (el )
lay down ; sail close to the wind
πλάγιασα
—
πλαγιασμένος
πλαγιάζω • (el )
use indirect speech
πλαγίασα
πλαγιάζομαι
πλαγιάστηκα
πλαγιασμένος
πλαγιοδετώ • (el )
πλαγιοδέτησα
πλαγιοδετούμαι
πλαγιοδετήθηκα
πλαγιοδετημένος
πλαγιοδιποδίζω • (el )
πλαγιοδιπόδισα
πλαγιοδρομώ • (el )
sail on a beam reach
πλαγιοδρόμησα
πλαγιοκοπώ • (el )
πλαγιοκόπησα
πλαγιοκοπούμαι
πλαγιοκοπήθηκα
πλαγιοκοπημένος
πλαγιοποδίζω • (el )
πλαγιοπόδισα
πλαγιοφυλακώ • (el )
—
πλαγιοφυλάσσω • (el )
πλαδαρεύω • (el )
πλαδάρεψα
πλάθω • (el ), πλάσσω , πλάττω
shape , make
έπλασα
πλάθομαι
πλάστηκα , πλάσθηκα §
πλασμένος
πλαισιώνω • (el )
frame , border
πλαισίωσα
πλαισιώνομαι
πλαισιώθηκα
πλαισιωμένος
πλακοστρώνω • (el )
pave , tile
πλακόστρωσα
πλακοστρώνομαι
πλακοστρώθηκα
πλακοστρωμένος
πλακουτσώνω • (el )
πλακώνω • (el )
bury under , crush
πλάκωσα
πλακώνομαι
πλακώθηκα
πλακωμένος
πλαλώ • (el )
πλανάρω • (el ), ➤ πλανίζω
πλανεύω • (el ), ➤ πλανώ
seduce , tempt
πλάνεψα
πλανεύομαι
πλανεύτηκα
πλανεμένος
—
hover , wander
πλανιέμαι • (el ), ➤ πλανώ
πλανίζω • (el )
plane ( woodwork )
πλάνισα
πλανίζομαι
πλανίστηκα
πλανισμένος
πλαντάζω • (el )
choke , pine
πλάνταξα
πλανταγμένος
πλαντώ • (el )
πλανώ • (el ), ➤ πλανεύω
deceive , beguile
πλάνεσα , πλάνησα
πλανώμαι , πλανιέμαι §
πλανήθηκα
πλανεμένος , πλανημένος
πλασάρω • (el )
sell , fob--off
πλάσαρα , πλασάρισα
πλασάρομαι
πλασαρίστηκα
πλασαρισμένος
πλάσσω • (el ), ➤ πλάθω , πλάττω
πλαστικοποιώ • (el )
πλαστικοποίησα
πλαστικοποιούμαι
πλαστικοποιήθηκα
πλαστικοποιημένος
πλαστογραφώ • (el )
counterfeit , forge
πλαστογράφησα
πλαστογραφούμαι
πλαστογραφήθηκα
πλαστογραφημένος
πλαστοπροσωπώ • (el )
πλαστουργώ • (el )
create
πλαστούγησα
πλαστρώνω • (el )
slap-on ( paint )
πλαταγίζω • (el )
lap , flap
πλατάγισα
πλαταίνω • (el ), ➤ πλατύνω
widen
πλάτυνα
πλατύνθηκα
πεπλατυσμένος
πλατειάζω • (el ), πλατυάζω
ramble , spin-out
πλατείασα
πλατσαρίζω • (el ), ➤ πλατσουρίζω
πλατσουκώνω • (el )
πλατσουρίζω • (el ), πλατσαρίζω
squelch , splash
πλατσούρισα
πλάττω • (el ), ➤ πλάθω , πλάσσω
πλατυάζω • (el ), ➤ πλατειάζω
πλατύνω • (el ), ➤ πλαταίνω
πλάτυνα
πεπλατυσμένος
πλειοδοτώ • (el )
outbid , outdo
πλειοδότησα
πλειοδοτούμαι
πλειοδοτήθηκα
πλειοδοτημένος
πλειονοψηφώ • (el )
πλειοψηφώ • (el )
have-a-majority , out-vote
πλειοψήφησα
πλειστηριάζω • (el )
auction
πλειστηρίασα
πλειστηριάζομαι
πλειστηριάστηκα
πλειστηριασμένος
πλέκω • (el )
knit , weave , plait
έπλεξα
πλέκομαι
πλέχτηκα
πλεγμένος
πλένω • (el ), πλύνω
wash , scrub
έπλυνα
πλένομαι
πλύθηκα
πλυμένος
πλεονάζω • (el )
be-superfluous
πλεόνασα
πλεονεκτώ • (el )
have-the-advantage
(†)
πλερώνω • (el ), ➤ πληρώνω
πλευρίζω • (el )
accost , come-alongside
πλευρίσα
πλευρίζομαι
πλευρίστηκα
πλευρισμένος
πλευριτώνω • (el )
give-pleurisy
πλευρίτωσα
πλευριτώνομαι
πλευριτώθηκα
πλευριτωμένος
πλευροκοπώ • (el )
πλευροκόπησα
πλευροκοπούμαι
πλευροκοπήθηκα
πλευροκοπημένος
πλεύσω • (el ), ➤ πλέω
πλέχω • (el )
πλέω • (el ), πλεύσω
float , sail
έπλευσα
πληγιάζω • (el )
hurt
πλήγιασα
πληγιάζομαι
πληγιάστηκα
πληγιασμένος
πληγώνω • (el )
wound , hurt
πλήρωσα
πληγώνομαι
πληγώθηκα
πληγωμένος
πληθαίνω • (el )
increase , grow
πλήθυνα
πληθύνθηκα
πληθύνω • (el )
πλήθυνα
πληθύνομαι
πληθύνθηκα
πληκτρολογώ • (el )
πληκτρολόγησα
πληκτρολογούμαι
πληκτρολογήθηκα
πληκτρολογημένος
πλημμυρίζω • (el )
flood , swamp
πλημμύρισα
πλημμυρισμένος
πλημμυρώ • (el )
πλημυρίζω • (el )
πλημύρισα
πλημυρισμένος
πληροφορώ • (el )
inform
πληροφόρησα
πληροφορούμαι
πληροφορήθηκα
πληροφορημένος
πληρώ • (el )
fulfill
—
πληρώνω • (el ), πλερώνω
pay , settle up
πλήρωσα
πληρώνομαι
πληρώθηκα
πληρωμένος
πλησιάζω • (el )
approach
πλησίασα
πλησιάζομαι
πλησιάστηκα
πλήττω • (el )
get bored
έπληξα
—
πλήττω • (el )
hit
έπληξα
πλήττομαι
πλήγηκα
πλιατσικολογώ • (el )
pillage
πλιατσικολόγησα
πλινθοδομώ • (el )
πλισάρω • (el )
pleat , crimp , flute
πλοηγώ • (el )
pilot
πλοήγησα
πλοιαρχώ • (el )
—
πλουμίζω • (el )
adorn , embroider
πλούμισα
πλουμίζομαι
πλουμίστηκα
πλουμισμένος
πλουταίνω • (el )
enrich , get richer
πλούτυνα
πλουτίζω • (el )
become rich
πλούτισα
πλουτίζομαι
πλουτίστηκα
πλουτισμένος
πλουτώ • (el )
πλούτησα
πλύνω • (el ), ➤ πλένω
πλωρίζω • (el )
πλώρισα
πνευστιώ • (el )
†
πνέω • (el )
blow , breathe
έπνευσα
πνίγω • (el )
stiffle , smother
έπνιξα
πνίγομαι
πνίγηκα , πνίγχτηκα
πνιγμένος
ποδένω • (el )
shoe
πόδεσα
ποδένομαι
ποδέθηκα
ποδεμένος
ποδηγετώ • (el )
guide
ποδηγέτησα
ποδηγετούμαι
ποδηγετήθηκα
ποδηγετημένος
ποδηλατώ • (el )
cycle
ποδηλάτησα
ποδίζω • (el )
return to port
πόδισα
ποδίζομαι
ποδίστηκα
ποδισμένος
ποδοβολώ • (el )
†
ποδοκροτώ • (el )
stamp ( feet )
ποδοκρότησα
ποδοκυλώ • (el )
ποδοκύλησα
ποδοπατώ • (el )
trample , tread
ποδοπάτησα
ποδοπατιέμαι , ποδοπατούμαι
ποδοπατήθηκα
ποδοπατημένος
ποδοπλαντάζω • (el )
ποδοπλάνταξα
ποδοπλανταγμένος
ποδοσέρνω • (el )
drag by the ankles
ποδόσυρα
ποδοσφαιροποιώ • (el )
ποδοσφαιροποίησα
ποδοσφαιροποιούμαι
ποδοσφαιροποιήθηκα
ποδοσφαιροποιημένος
ποζάρω • (el )
pose , show off
πόζαρα , ποζάρισα
ποθώ • (el )
long for
πόθησα
ποθούμαι
ποθήθηκα
ποθημένος
ποικίλλω • (el )
decorate
ποίκιλα , εποίκιλα
ποικιλμένος
ποιμαίνω • (el )
graze
ποίμανα
ποιμαίνομαι
ποιμανθηκα
ποιμεναρχώ • (el )
ποινικοποιώ • (el )
penalise
ποινικοποίησα
ποινικοποιούμαι
ποινικοποιήθηκα
ποινικοποιημένος
ποιώ • (el )
do , make
εποίησα , ποίησα
ποιούμαι
ποιήθηκα
πεποιημένος
πολεμώ • (el ), πολεμάω
fight , make war
πολέμησα
πολεμούμαι , πολεμιέμαι §
πολεμήθηκα
πολεοδομώ • (el )
πολεοδομούμαι
πολιορκώ • (el )
besiege
πολιόρκησα
πολιορκούμαι
πολιορκήθηκα
πολιορκημένος
—
enter politics
πολιτεύομαι • (el )
πολιτεύθηκα , πολιτεύτηκα §
πολιτικολογώ • (el )
talk politics
πολιτικολόγησα
πολιτικοποιώ • (el )
πολιτικοποίησα
πολιτικοποιούμαι
πολιτικοποιήθηκα
πολιτικοποιημένος
πολιτογραφώ • (el )
naturalise
πολιτογράφησα
πολιτογραφούμαι
πολιτογραφήθηκα
πολιτογραφημένος
πολλαίνω • (el )
πολλαπλασιάζω • (el )
multiply
πολλαπλασίασα
πολλαπλασιάζομαι
πολλαπλασιάστηκα , πολλαπλασιάσθηκα
πολλαπλασιασμένος
πολτοποιώ • (el )
pulp
πολτοποίησα
πολτοποιούμαι
πολτοποιήθηκα
πολτοποιημένος
πολυαγαπώ • (el )
πολυαγάπησα
πολυαγαπιέμαι
πολυαγαπήθηκα
πολυαγαπημένος
πολυβολώ • (el )
strafe , machine-gun
πολυβόλησα
πολυγραφώ • (el )
duplicate
πολυγράφησα
πολυγραφούμαι
πολυγραφήθηκα
πολυγραφημένος
πολυκαιρίζω • (el )
grow old /stale
πολυκαίρισα
πολυκαιρισμένος
πολυκαταλαβαίνω • (el )
understate , play down
πολυκατάλαβα
πολυκουρδίζω • (el )
tease
πολυλογώ • (el )
chatter
†
πολυμερίζω • (el )
πολυμέρισα
πολυμερίζομαι
πολυμερίστηκα
πολυμερισμένος
πολυμιλώ • (el )
talk ( too much )
πολυμίλησα
πολυνομίζω • (el )
πολυξοδιάζω • (el ) ‡
πολυπαθαίνω • (el )
πολύπαθα
πολυπικραίνω • (el )
πολυπάω • (el )
πολυπηγαίνω • (el )
πολυπικραίνω • (el )
πολυπιστεύω • (el )
πολυπραγμονώ • (el )
meddle , dabble
†
πολυσυζητώ • (el ), πολυσυζητάω
πολυταξιδεύω • (el )
πολυτεντώνω • (el )
overstretch , strain
πολυτέντωσα
πολυτεντώνομαι
πολυτεντώθηκα
πολυτεντωμένος
πολυτονίζω • (el )
πολυτραβώ • (el ), ➤ παρατραβώ
pull hard
πολυτράβηξα
πολυτραβιέμαι
πολυτραβήχτηκα
πολυτραβηγμένος
πολυφορτώνω • (el )
πολυφουσκώνω • (el )
πολυφροντίζω • (el )
mollycoddle
πολυχρονίζω • (el ), πολυχρονάω
prolong , last long
πολυχρόνισα
πολυχρονεμένος , πολυχρονισμένος
πολώνω • (el )
polarise ( scientific and figurative )
πόλωσα
πολώνομαι
πολώθηκα
πολωμένος
πομπάρω • (el )
πομπεύω • (el ), ➤ διαπομπεύω
πόμπεψα
πομπεύομαι
πομπεύτηκα
πομπεμένος
πομπιάζω • (el )
πονηρεύω • (el )
intrigue
πονήρεψα
πονηρεύομαι
πονηρεύτηκα
πονηρεμένος
πονθιάζω • (el )
πονοκεφαλιάζω • (el ), πονοκεφαλώ
give a headache , worry
πονοκεφάλιασα
πονοκεφαλιασμένος
πονοκεφαλώ • (el )
ποντάρω • (el )
bet , wager
πόνταρα , ποντάρισα
ποντάρομαι
ποντίζω • (el )
lay ( mine ) , cast ( bait )
πόντισα
ποντίζομαι
ποντίστηκα
ποντισμένος
ποντοπορώ • (el )
sail ( at sea )
πονώ • (el ), πονάω
ache
πόνεσα
πονεμένος
πορδίζω • (el )
fart
πόρδισα
—
walk /march ( towards )
πορεύομαι • (el )
πορεύτηκα § , πορεύθηκα
πορεμένος
πορεύω • (el )
πορθώ • (el ), ➤ εκπορθώ
πόρθησα
πορίζω • (el )
supply , expedite
πόρισα
πορίζομαι
πορίστηκα
πορνεύω • (el )
prostitute
πόρνευσα , πόρνεψα
πορνεύτηκα
πορνογραφώ • (el )
πορπατώ • (el )
πορτοκαλίζω • (el )
πορφυρίζω • (el )
†
πορφυρώνω • (el )
ποσάρω • (el )
ποσοτικοποιώ • (el )
quantify
ποσοτικοποίησα
ποσοτικοποιήθηκα
ποσοτικοποιημένος
ποσταίρνω • (el )
ποστάρω • (el )
ποστάρισα
ποτάζω • (el )
ποτίζω • (el )
irrigate , water
πότισα
ποτίζομαι
ποτίστηκα
ποτισμένος
πουδραρίζομαι • (el )
πουδραρίζομαι
πουδράρω • (el )
powder
πουδράρισα
πουδράρομαι
πουδραρίστηκα
πουδραρισμένος
πουλεύω • (el )
πούλεψα
πουλώ • (el ), πουλαώ , ➤ πωλώ
sell
πούλησα , πώλησα
πουλιέμαι , πουλούμαι
πουλήθηκα
πουλημένος
πουμώνω • (el )
πουντιάζω • (el )
catch a cold
πούντιασα
πουντιασμένος
πουριάζω • (el )
πούριασα
πουριασμένος
πουσουνίζω • (el )
πουστεύω • (el )
πούστεψα
πουστίζω • (el )
πουστοφέρνω • (el )
πουτανίζω • (el )
πουτσίζω • (el )
†
—
deal with, treat
πραγματεύομαι • (el )
πραγματεύτηκα § , πραγματεύθηκα
πραγματοποιώ • (el )
fulfil
πραγματοποίησα
πραγματοποιούμαι
πραγματοποιήθηκα
πραγματοποιημένος
πραγματώνω • (el )
πραγμάτωσα
πραγματώνομαι
πραγματώθηκα
πραγματωμένος
πρακαλώ • (el )
πρακτορεύω • (el )
act as an agent
πρακτόρευσα , πρακτόρεψα
πρακτορεύομαι
πρακτορεύθηκα
πρακτορευμένος
πρασινίζω • (el )
colour /paint green
πρασίνισα
πρασινισμένος
πρατιγάρω • (el )
πρατίγαρα , πρατιγάρισα
πράττω • (el )
fulfill , do
έπραξα
πράττομαι
πράχθηκα
πεπραγμένος
πραΰνω • (el )
soothe
πράυνα
πραΰνομαι
πραΰνθηκα
πραϋμένος
πρεζάρω • (el )
take drugs
πρέζαρα , πρεζάρισα
πρέπω • (el )
πρεσάρω • (el )
press , opress
πρεσάρισα
πρεσάρομαι
πρεσαρίστηκα
πρεσαρισμένος
πρεσβεύω • (el )
believe in
πρέσβευσα
πρήζω • (el )
swell
έπρηξα
πρήζομαι
πρήστηκα
πρησμένος
πρήσκω • (el )
πριμάρω • (el )
πριμοδοτώ • (el )
subsidise ( UK ) , subsidize ( US )
προμοδότησα
πριμοδοτούμαι
προμοδοτήθηκα
προμοδοτημένος
πριονίζω • (el )
saw ( wood )
πριόνισα
πριονίζομαι
πριονίστηκα
προνισμένος
πριτσινάρω • (el )
rivet
πριτσινώνω • (el )
rivet
πριτσίνωσα
πριτσινώνομαι
πριτσινώθηκα
πριτσινωμένος
Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας ). Athens: Kentro Lexikologias.
A N Jannaris (1895 ) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of) , London: John Murray
Jordanidou, Anna (2004 ) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs ], Athens: Patakis Publishers
Magazis, George (2004 ) Pocket English Dictionary , Athens: Efstathiadis Group SA
Mandalá, María (2008 ) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis , Pocket Dictionary ] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
Stavropoulos, D N (2008 ) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary , Oxford: Oxford University Press
Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007 ) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs , Thessaloniki: University Studio Press
Greek-English Dictionary , Glasgow: HarperCollins, 2003
Web: