Appendix:Greek verbs/Π5

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
προαγάπω  (el ), ➤ προάγω
προαγγέλλω  (el ) foretell, warn προήγγειλα, προάγγειλα προαγγέλλομαι προαγγέλθηκα προηγγελμένος
προάγομαι  (el )
προαγιάζω  (el ) προαγίασα προαγιάζομαι προαγιάστηκα, προαγιάσθηκα προαγιασμένος
προαγοράζω  (el ) buy ahead προαγόρασα προαγοράζομαι προαγοράστηκα, προαγοράσθηκα προαγορασμένος
προάγω  (el ), προαγάπω promote προήγαγα προάγομαι προήχθηκα προηγμένος
προαγωγεύω  (el )
προαίνω  (el )
wish προαιρούμαι  (el )
have a premonition προαισθάνομαι  (el ) προαισθάνθηκα
προαλείφω  (el ) groom προαλείφομαι προαλείφθηκα, προαλείφτηκα προηλειμμένος
προαναγγέλλω  (el ) announce προανήγγειλα, (προανάγγειλα προαναγγέλλομαι προαναγγέλθηκα προανηγγελμένος
προανακρίνω  (el ) start an inquiry προανέκρινα προανακρίνομαι προανακρίθηκα
προανακρούω  (el ) προανέκρουσα
προαναφέρω  (el ) mention προανέφερα προαναφέρομαι προαναφέρθηκα
προαναφλέγω  (el )
προαπαγορεύω  (el ) προαπαγόρευσα προαπαγορεύομαι προαπαγορεύθηκα προαπαγορευμένος
προαπαιτώ  (el ) προαπαίτησα προαπαιτούμαι προαπαιτήθηκα
προαπαλλάσσω  (el ) προαπήλλαξα προαπαλλάσσομαι προαπαλλάχθηκα, προαπαλλάχτηκα§ προαπαλλαγμένος§
προαπαντώ  (el ), ➤ προϋπαντώ go to meet προαπάντησα προαπαντώμαι προαπαντήθηκα προαπαντημένος
προαποβιώ  (el ) predecease
προαποβιώνω  (el ) predecease προαπεβίωσα
προαποστέλλω  (el ), προαποστέλνω§ send on προαπέστειλα προαπεσταλμένος
προαποφαίνομαι  (el ) προαποφάνθηκα
προαποφασίζω  (el ) prejudge, preordain προαποφάσισα προαποφασίζομαι προαποφασίστηκα, προαποφασίσθηκα προαποφασισμένος
προασκώ  (el )
προασπίζω  (el ) defend, stand up for προάσπισα προασπίζομαι προασπίστηκα, προασπίσθηκα
προασφαλίζω  (el ) προασφάλισα προασφαλίζομαι προασφαλίστηκα, προασφαλίσθηκα προασφαλισμένος
προαφαιρώ  (el ) deduct προαφαίρεσα προαφαιρούμαι προαφαιρέθηκα
προβαδίζω  (el ) lead, precede προβάδισα
προβαίνω  (el ), προβώ proceed, advance
προβάλλω  (el ) screen, highlight, appear πρόβαλα, προέβαλα προβάλλομαι προβλήθηκα προβεβλημένος
προβάρω  (el ) rehearse, try on πρόβαρα, προβάρισα
προβιβάζω  (el ) promote, prefer προβίβασα προβιβάζομαι προβιβάστηκα, προβιβάθηκα προβιβασμένος
προβλέπω  (el ) anticipate, foresee προέβλεψα, πρόβλεψα, προείδα προβλέπομαι προβλέφθηκα
προβληματίζω  (el ) puzzle προβλημάτισα προβληματίζομαι προβληματίστηκα, προβληματίσθηκα προβληματισμένος
προβοδίζω  (el ) see/send off προβόδισα προβοδίζομαι προβοδίστηκα προβοδισμένος
προβοδώνω  (el )
προβοκάρω  (el ) προβόκαρα, προβοκάρισα
προβούλομαι  (el )
προβώ  (el ), ➤ προβαίνω
προγευματίζω  (el ) breakfast προγευμάτισα
προγεύομαι  (el ) προγεύθηκα
προγινώσκω  (el )
προγκάρω  (el )
προγκίζω  (el )
προγκώ, προγκάω  (el ) boo, jeer πρόγκηξα
προγραμματίζω  (el ) plan, schedule προγραμμάτισα προγραμματίζομαι προγραμματίστηκα, προγραμματίσθηκα προγραμματισαμένος
προγράφω  (el ) proscribe προέγραψα προγραμμένος
προγυμνάζω  (el ) coach, train προγύμνασα προγυμνάζομαι προγυμνάστηκα, προγυμνάσθηκα προγυμνασμένος
προδετώ  (el ) προδέτησα
προδημοσιεύω  (el )
προδιαγράφω  (el ) specify προδιέγραψα προδιαγράφομαι προδιαγράφτηκα, προδιαγράφηκα προδιαγεγραμμένος, προδιαγραμμένος
προδιαθέτω  (el ) predispose προδιέθεσα προδιαθέτομαι, προδιατίθεμαι προδιατέθηκα προδιατεθειμένος
προδιατίθεμαι  (el )
προδίδω  (el ), προδίνω betray πρόδωσα προδίδομαι προδόθηκα προδομένος
προδικάζω  (el ) prejudge, forecast προδίκασα προδικάζομαι προδικάστηκα, προδικάσθηκα προδεδικασμένος
προδίνω  (el ), ➤ προδίδω
προεδρεύω  (el ) preside, chair προήδρευσα, προέδρευσα
προειδοποιώ  (el ) prewarn, forewarn προειδοποίησα προειδοποιούμαι προειδοποιήθηκα προειδοποιημένος
προεικάζω  (el ) προείκασα προεικάζομαι προεικάσθηκα προεικασμένος
προεικονίζω  (el ) προεικόνισα προεικονίζομαι προεικονίστηκα προεικονισμένος
προεισπράττω  (el ) προεισέπραξα, (προείσπραξα) προεισπράττομαι προεισπράχθηκα, προεισπράχτηκα προεισπραγμένος
προεισφέρω  (el ) προεισέφερα
προεκβάλλω  (el ) προεξέβαλα προεκβάλλομαι προεκβλήθηκα προεκβεβλημένος
προεκλέγω  (el ) προεξέλεξα προεκλέχθηκα προεκλεγμένος
προεκτείνω  (el ) extend προέκτεινα, προεξέτεινα προεκτάθηκα προεκτεταμένος, προεκταμένος
προεκτυπώνω  (el )
προελαύνω  (el ) advance προήλασα, προέλασα
προελέγχω  (el )
προέλκω  (el )
προεμβάζω  (el ) prepay
προενεργώ  (el ) προενήργησα
προεντείνω  (el ) προενέτεινα προεντείνομαι προεντάθηκα προεντεταμένος
προεξαγγέλω  (el ) presage προεξήγγειλα προεξαγγέκθηκα
προεξάγω  (el ) προεξήγαγα
προεξάρχω  (el ) πεοεξήρχα
προεξετάζω  (el ) προεξήτασα προεξητάστηκα, προεξητάσθηκα
προεξέχω  (el ) protrude, stick out προεξείχα
προεξοφλώ  (el ) pay, discount προεξόφλησα προεξοφλούμαι προεξοφλήθηκα προεξοφλημένος
originate προέρχομαι  (el ) προήλθα, προήρθα
προετοιμάζω  (el ) prepare, coach προετοίμασα, (προετοίματισα) προετοιμάζομαι προετοιμάστηκα, προετοιμάσθηκα προετοιμασμένος
προέχω  (el ) be urgent προείχα
precede προηγούμαι  (el ) προηγήθηκα
προθερμαίνω  (el ) warm up προθέρμανα προθερμαίνομαι προθερμάνθηκα προθερμασμένος
be eager προθυμοποιούμαι  (el ) προθυμοποιήθηκα προθυμοποιημένος
προϊδεάζω  (el ) predispose προϊδέασα προϊδεάζομαι προϊδεάστηκα, προϊδεάσθηκα προϊδεασμένος
προικίζω  (el ) endow, give a dowry προίκισα προικίζομαι προικίστηκα προικισμένος
προικοδοτώ  (el ) give a dowry προικοδότησα προικοδοτούμαι προικοδοτήθηκα προικοδοτημένος
προικοθηρώ  (el ) seek a dowry
προΐσταμαι  (el )
προκάθημαι  (el )
προκαθορίζω  (el ) predetermine, preordain προκαθόρισα προκαθορίστηκα, προκαθορίσθηκα προκαθορισμένος
προκαλύπτω  (el ) προκάλυψα προκαλύφθηκα προκαλυμμένος
προκαλώ  (el ) challenge, defy προκάλεσα προκαλούμαι προκλήθηκα
προκάνω  (el ) finish on time πρόκανα, πρόκαμα
προκαταβάλλω  (el ), ➤ προκαταβάλω prepay προκατέβαλα προκαταβάλλομαι, προκαταβάλομαι προκαταβλήθηκα προκαταβεβλημένος
προκαταλαμβάνω  (el ) influence, preempt προκατέλαβα, προκατάλαβα προκαταλαμβάνομαι προκαταλήφθηκα προκατειλημμένος
προκαταρτίζω  (el ) prepare προκατήρτισα προκαταρτίστηκα, προκαταρτίσθηκα προκαταρτισμένος
προκατασκευάζω  (el ) prefabricate προκατασκεύασα προκατασκευάζομαι προκατασκευάστηκα, προκατασκευάσθηκα προκατασκευασμένος
προκηρύσσω  (el ) announce, proclaim προκήρυξα προκηρύσσομαι προκηρύχθηκα, προκηρύχτηκα προκηρυγμένος
προκηρύχνω  (el )
προκινδυνεύω  (el )
προκόβω  (el ) prosper, make good πρόκοψα προκομμένος
προκόφτω  (el )
προκρίνω  (el ) prejudge, choose προέκρινα, πρόκρινα προκρίνομαι προκρίθηκα προκριμένος
προκύπτω  (el ) turn-up προέκυψα
προλαβαίνω  (el ) catch up, avert πρόλαβα (προλαβαίνομαι)
προλαμβάνω  (el ) anticipate, preempt πρόλαβα προλαμβάνομαι προλήφθηκα
προλέγω  (el ) predict προείπα προειρημένος
προλειαίνω  (el ) smooth the way προλείανα προλειαίνομαι προλειάνθηκα προλειασμένος
προλογίζω  (el ) preface προλόγισα προλογίζομαι προλογίστηκα προλογισμένος
προμαντεύω  (el ) predict προμάντευσα, προμάντεψα προμαντεύομαι προμαντεύθηκα, προμαντεύτηκα προμαντευμένος
προμαχώ  (el ) defend †, προμάχησα
προμελετώ  (el ) premeditate πρπμελέτησα πρπμελετώμαι πρπμελετήθηκα πρπμελετημένος
προμηθεύω  (el ) provide, furnish προμήθεψα προμηθεύομαι προμηθεύθηκα, προμηθεύτηκα
προμηνύω  (el ) forebode προμήθευσα, προμήνυσα προμηνύομαι προμηνύθηκα
προμηνώ  (el ), προμηνάω forebode
προμισθώνω  (el ) προμίσθωσα προμισθώνομαι προμισθώθηκα προμισθωμένος
προμοτάρω  (el )
προνευστάζω  (el )
προνεύω  (el )
προνοώ  (el ) plan ahead προνόησα
προξενεύω  (el ) matchmake, mediate προξένεψα προξενεμένος
προξενώ  (el ) cause προξένησα προξενούμαι προξενήθηκα
προοδεύω  (el ) progress προόδευσα, προόδευψα προοδευμένος, προοδεμένος
προοικονομώ  (el ) προοικονόμησα προοικονομούμαι προοικονομήθηκα προοικονομημένος
προοιμιάζομαι  (el )
προοιωνίζω  (el ) portend pass προοιωνίζομαι προοιωνίστηκα
προορίζω  (el ) destine προόρισα προορίζομαι προορίστηκα, προορίσθηκα προορισμένος
προορώ  (el )
προπαγανδίζω  (el ) propagandise (UK), propagandize (US) προπαγάνδισα προπαγανδίζομαι προπαγανδίστηκα προπαγανδισμένος
προπαιδεύω  (el ) προπαίδευσα προπαιδεύτηκα, προπαιδεύθηκα προπαιδευμένος
προπαίρνω  (el )
προπαρασκευάζω  (el ) prepare προπαρασκεύασα προπαρασκευάζομαι προπαρασκευάστηκα, προπαρασκευάσθηκα προπαρασκευασμένος
προπαροξύνω  (el )
προπέμπω  (el ) see off προέπεμψα
προπηλακίζω  (el ) abuse προπηλάκισα προπηλακίζομαι προπηλακίστηκα, προπηλακίσθηκα προπηλακισμένος
προπίνω  (el ) toast (drink) προήπια
προπλάθω  (el ) προέπλασα προπλάθομαι προπλάστηκα προπλασμένος
προπληρώνω  (el ) prepay προπλήρωσα προπληρώνομαι προπληρώθηκα προπληρωμένος
προπονώ  (el ) coach προπόνησα προπονούμαι προπονήθηκα προπονημένος
be ahead προπορεύομαι  (el ) προπορεύτηκα, προπορεύθηκα
προπτύσσω  (el ) προέπτυξα
προπωλώ  (el ), προπουλώ sell in advance προπώλησα προπωλούμαι προπωλήθηκα προπωλημένος
προσαγάγω  (el ), ➤ προσάγω produce
προσαγορεύω  (el ) address προσαγόρευσα προσάγομαι προσαγορεύθηκα
προσάγω  (el ), προσαγάγω produce προσήγαγα προσηγμένος
προσαιγιαλώνομαι  (el )
προσαμμώνω  (el ) προσάμμωσα
προσανατολίζω  (el ) orientate, direct προσανατόλισα προσανατολίζομαι προσανατολίστηκα, προσανατολίσθηκα προσανατολισμένος
προσάπτω  (el ) blame προσήψα
προσαράζω  (el ) run aground προσάραξα
προσαράσσω  (el )
προσαρμόζω  (el ) adjust, suit προσάρμοσα προσαρμόζομαι προσαρμόστηκα, προσαρμόσθηκα προσαρμοσμένος
προσαρτώ  (el ) attach (document), annex (land) προσάρτησα προσαρτώμαι προσαρτήθηκα προσαρτημένος
προσαυξάνω  (el ), προσαυξαίνω augment προσαύξησα προσαυξάνομαι προσαυξήθηκα προσαυξημένος
προσβάλλω  (el ) attack, affect πρόσβαλα, προσέβαλα προσβάλλομαι προσβλήθηκα προσβεβλημένος, προσβλημένος
προσβέλνω  (el )
προσβλέπω  (el ) look forward, anticipate προσέβλεψα, πρόσβλεψα προβλέφτηκα
προσγειώνω  (el ) land, face reality pass προσγείωσα προσγειώνομαι προσγειώθηκα προσγειωμένος
προσγίνομαι  (el )
προσγράφω  (el ) proscribe
προσγράφω  (el ) προσέγραψα προσγεγραμμένος
προσδένω  (el ) fasten, bind, tie προσέδεσα, πρόσδεσα προσδένομαι προσδέθηκα προσδεμένος, προσδεδεμένος
προσδέχομαι  (el ) προσδέχτηκα
προσδίδω  (el ) προσδίδομαι
προσδίνω  (el ) give, lend προσέδωσα, πρόσδωσα προσδίνομαι προσδόθηκα
προσδιορίζω  (el ) specify προσδιόρισα προσδιορίζομαι προσδιορίστηκα, προσδιορίσθηκα προσδιορισμένος
(προσδοκέω (el )
προσδοκώ  (el ) expect, hope προσδοκώμαι
προσεγγίζω  (el ) come near, approach προσέγγισα, προσήγγισα προσεγγίζομαι προσεγγίσθηκα
προσεδαφίζω  (el ) προσεδάφισα προσεδαφίζομαι προσεδαφίστηκα, προσεδαφίσθηκα προσεδαφισμένος
προσέλθω  (el ), ➤ προσέρχομαι
προσελκύω  (el ) attract προσέλκυσα, προσείλκυσα προσελκύομαι προσελκύστηκα, προσελκύσθηκα προσειλκυσμένος
προσεπικαλώ  (el ) προσεπικαλούμαι
προσεπικυρώνω  (el ), προσεπικυρώ attest προσεπικύρωσα προσεπικυρώνομαι προσεπικυρώθηκα προσεπικυρωμένος
προσεπιμετρώ  (el ) προσεπιμέτρησα προσεπιμετρήθηκα προσεπιμετρημένος
arrive, attend προσέρχομαι  (el ) προσήλθα
win over προσεταιρίζομαι  (el ) προσεταιρίστηκα, προσεταιρίσθηκα
pray προσεύχομαι  (el ) προσευχήθηκα
προσέχω  (el ) tend, observe πρόσεξα προσέχομαι προσέχτηκα, προσέχθηκα προσεγμένος
προσηκώνομαι  (el ) προσηκώθηκα
προσηλιάζω  (el ) προσηλίασα προσηλιάζομαι προσηλιάστηκα προσηλιασμένος
προσηλυτίζω  (el ) convert, proselytise (UK), proselytize (US) προσηλύτισα προσηλυτίζομαι προσηλυτίστηκα, προσηλυτίσθηκα προσηλυτισμένος
προσηλώνω  (el ) fix; concentrate on pass προσήλωσα προσηλώνομαι προσηλώθηκα προσηλωμένος
προσημαίνω  (el ) προσήμανα προσημάνθηκα
προσημειώνω  (el ) attach προσημείωσα προσημειώνομαι προσημειώθηκα προσημειωμένος
προσθαλασσώνω  (el ) splash down προσθαλάσσωσα προσθαλασσώνομαι προσθαλασσώθηκα προσθαλασσωμένος
προσθαφαιρώ  (el ) add, subtract
προσθέτω  (el ) add πρόσθεσα, προσέθεσα προσθέτομαι προστέθηκα προσθεμένος, προστεθειμένος
προσιδιάζω  (el ) appertain to
προσκαλώ  (el ) invite προσκάλεσα προσκαλούμαι προσκλήθηκα, προσκαλέστηκα προσκεκλημένος, προσκαλεσμένος
be well-disposed to πρόσκειμαι
προσκλίνω  (el )
προσκολλώ  (el ) attached, stick to προσκόλλησα προσκολλώμαι προσκολλήθηκα προσκολλημένος
προσκομίζω  (el ) produce, bring προσκόμισα προσκομίζομαι προσκομίστηκα, προσκομίσθηκα προσκομισμένος
προσκόπτω  (el ) hit a snag προσέκοψα
προσκρούω  (el ) bump into προσέκρουσα
προσκτώμαι προσκτήθηκα
προσκυνώ  (el ), προσκυνάω bow, genuflect προσκύνησα προσκυνούμαι προσκυνήθηκα προσκυνημένος
προσκυρώνω  (el ) προσκύρωσα προσκυρώνομαι προσκυρώθηκα προσκυρωμένος
προσλαβαίνω  (el )
προσλαμβάνω  (el ) hire, employ προσέλαβα προσλαμβάνομαι προσλήφθηκα
προσλιμενίζομαι προσλιμενίστηκα, προσλιμενίσθηκα προσλιμενισμένος
προσμαρτυρώ  (el ) προσμαρτύρησα προσμαρτυρούμαι προσμαρτυρήθηκα προσμαρτυρημένος
προσμειδιώ  (el ) προσμειδίασα
προσμένω  (el ) await † (πρόσμεινα)
προσμετρώ  (el ) add in προσμέτρησα προσμετρούμαι προσμετρήθηκα προσμετρημένος
προσομοιάζω]], [[προσμοιάζω}} resemble
προσοικειώνω  (el ) προσοικείωσα προσοικειώνομαι, προσοικειούμαι προσοικειώθηκα προσοικειωμένος
προσομοιώνω  (el )
προσονομάζω  (el ) προσονόμασα πτοσονομάζομαι πτοσονομάστηκα, πτοσονομάσθηκα
προσορμίζω  (el ) anchor, moor προσόρμισα προσορμίζομαι προσορμίστηκα, προσορμίσθηκα προσορμισμένος
προσπαθώ  (el ) try, attempt προσπάθησα
προσπελάζω  (el ) approach προσπέλασα
προσπερνώ  (el ), προσπερνάω overtake, surpass προσπέρασα
προσπέφτω  (el ) apologise (UK), apologize (US) πρόσπεσα, προσέπεσα
προσπίπτω  (el ) προσέπεσα
sham, pretend προσποιούμαι προσποιήθηκα προσποιημένος
προσπορίζω  (el ) provide προσπόρισα
προσράπτω  (el ) ?patch
προσροφώ  (el ) adsorb προσρόφησα προσροφώμαι
προσσεληνώνω  (el )
προστάζω  (el ) command πρόσταξα, προσέταξα προστάζομαι προστάχτηκα προσταγμένος
προστατεύω  (el ) protect προστάτευσα, προστάτεψα‡ προστατεύομαι προστατεύθηκα, προστατεύτηκα προστατευμένος
προστίθεμαι  (el ), ➤ προσθέτω προσετέθην προστεθειμένος
προστιμάρω  (el ) fine προστιμάρισα προστιμαρίστηκα προστιμαρισμένος
προστρέχω  (el ) hasten, turn to προσέτρεξα, πρόστρεξα
προστρίβω  (el ) προσέτριψα
προστυχαίνω  (el )
προστυχεύω  (el ) cheapen, vulgarise (UK), vulgarize (US) προστύχεψα
προσυδατώνω  (el )
προσυλλογίζομαι  (el ) προσυλλογίζομαι
προσυμφωνώ  (el ) προσυμφώνησα προσυμφωνούμαι προσυμφωνήθηκα προσυμφωνημένος
προσυπογράφω  (el ) countersign, endorse προσυπέγραψα προσυπογράφομαι προσυπογράφτηκα, (προσυπογράφηκα, (προσυπογράφθηκα προσυπογεγραμμένος, προσυπογραμμένος
προσυπολογίζω  (el ) προσυπολόγισα προσυπολογίζομαι προσυπολογίστηκα προσυπολογισμένος
προσφέρω  (el ), προσφέρνω offer, tender πρόσφερα, προσέφερα προσφέρομαι προσφέρθηκα προσφερμένος
προσφεύγω  (el ) resort to προσέφυγα
προσφύγω  (el )
προσφύομαι  (el )
προσφωνώ  (el ) address προσφώνησα προσφωνούμαι προσφωνήθηκα προσφωνημένος
προσχεδιάζω  (el ) premeditate προσχεδίασα προσχεδιάζομαι προσχεδιάστηκα, προσχεδιάσθηκασ προσχεδιασμένος
προσχηματίζω  (el ) pretext
προσχώνω  (el ) deposit (silt) πρόσχωσα προσχώνομαι προσχώθηκα προσχωμένος
προσχωρώ  (el ) join, accede προσχώρησα, προσεχώρησα
προσωπογραφώ  (el )
προσωποκρατώ  (el ) detain
προσωποληπτώ  (el ) be partial προσωπολήπτησα
προσωποποιώ  (el ), ➤ ανθρωποποιώ personify προσωποποίησα προσωποποιούμαι προσωποποιήθηκα προσωποποιημένος
(προσωποιώ (el ) personify
προτάσσω  (el ) prefix προέταξα, πρόταξα προτάσσομαι προτάχτηκα προταγμένος, προτεταγμένος
προτείνω  (el ) propose, suggest πρότεινα προτείνομαι
προτειχίζω  (el ) προτείχισα προτειχίζομαι προτειχίστηκα προτειχισμένος
προτελευτώ  (el )
προτηγανίζω  (el ) προτηγάνισα προτηγανίζομαι προτηγανίστηκα προτηγανισμένος
intend προτίθεμαι  (el )
προτιμολογώ  (el ) προτιμολόγησα προτιμολογούμαι προτιμολογήθηκα προτιμολογημένος
προτιμώ  (el ) prefer προτίμησα προτιμώμαι, προτιμιέμαι προτιμήθηκα
προτονίζω  (el )
προτρέπω  (el ) urge προέτρψα προτρέπομαι
προτρέχω  (el ) run ahead, behave recklessly προέτρεξα
προϋπαντώ  (el ), ➤ προαπαντώ meet, meet with προϋπάντησα
προϋπάρχω  (el ), ➤ προϋφίσταμαι pre-exist προϋπήρξα
προϋπηρετώ  (el ) have previous service προϋπηρέτησα
προϋποβάλλω  (el ) προϋπέβαλα προϋποβάλλομαι προϋποβλήθηκα προϋποβεβλημένος
προϋπογράφω  (el ) προϋπέγραψα προϋπογράφομαι προϋπογράφτηκα προϋπογεγραμμένος
προϋποθέτω  (el ) presuppose προϋπέθεσα προϋποτίθεμαι
προϋπολογίζω  (el ) estimate, budget προϋπολόγισα προϋπολογόζομαι προϋπολογίστηκα, προϋπολογίσθηκα προϋπολογισμένος
προϋπόσχομαι  (el ) προϋποσχέθηκα προϋπεσχημένος
προϋφίσταμαι  (el ), ➤ προϋπάρχω
προϋφίσταμαι  (el )
pretend, allege προφασίζομαι  (el ) προφαστίστηκα
προφέρω  (el ), προφέρνω pronounce, enunciate πρόφερα προφέρομαι προφέρθηκα
προφητεύω  (el ) predict προφήτευσα προφητεύθηκα προφητευμένος
προφταίνω  (el ), προφθάνω, προφτάνω anticipate, have enough time πρόφτασα
προφυλακίζω  (el ) remand (in prison) προφυλάκισα προφυλακίζομαι προφυλακίστηκα, προφυλακίσθηκα προφυλακισμένος
προφυλάσσω  (el ), προφυλάγω protect, shelter προφύλαξα προφυλάσσομαι, προφυλάγομαι προφυλάχθηκα, προφυλάχτηκα προφυλαγμένος
(προφυλώ (el ), προφυλάω
προχειρίζω  (el ) προχείρισα προχειρίστηκα, προχειρίσθηκα
προχειρογράφω  (el )
προχειρολογώ  (el ) talk offhandedly
προχέω  (el )
προχρονολογώ  (el ) antedate προχρονολόγησα προχρονολογούμαι προχρονολογήθηκα προχρονολογημένος
προχωρώ  (el ), προχωράω advance, walk προχώρησα προχωρημένος
προωθώ  (el ) promote προώθησα προωθούμαι προωθήθηκα προωθημένος

Sources

[edit]
  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: