Appendix:Greek verbs/Α2

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
αναβαθμίζω  (el ) upgrade αναβάθμισα αναβαθμίζομαι αναβαθμίστηκα
αναβαθμολογώ  (el ) re-mark αναβαθμολόγησα αναβαθμολογούμαι αναβαθμολογήθηκα αναβαθμολογημένος
αναβαίνω  (el ), ανεβαίνω ascend ανέβηκα
αναβάλλω  (el ) postpone ανέβαλα αναβάλλομαι αναβλήθηκα αναβλημένος
αναβαπτίζω  (el ), αναβαφτίζω rebaptise αναβάπτισα, αναβάφτισα αναβαπτίζομαι αναβαπτίσθηκα, αναβαπτίστηκα, αναβαφτίστηκα αναβαπτισμένος
αναβαστάζω  (el ), αναβαστώ uphold αναβάσταξα αναβαστάζομαι αναβαστάχτηκα
αναβαστώ  (el ), αναβαστάζω uphold αναβαστιέμαι
αναβαφτίζω  (el ), ➤αναβαπτίζω
αναβιβάζω  (el ), ανεβάζω take up, lift αναβίβασα αναβιβάζομαι αναβιβάστηκα αναβιβασμένος
αναβιώ  (el ), αναβιώνω revive, recover αναβίωσα αναβιωμένος
αναβλέπω  (el ) see again, look up ανέβλεψα, ανάβλεψα
αναβλύζω  (el ), αναβρύζω well up, ooze ανέβλυσα, ανάβλυσα, ανέβρυσα, ανάβρυσα (αναβλυσμένος)
αναβολίζω  (el ) Ø use drugs (steroids) αναβόλισα
αναβοσβήνω  (el ) flicker, blink αναβόσβησα αναβοσβήνομαι αναβοσβήστηκα αναβοσβησμένος
αναβοώ  (el ) shout out ανεβόησα
αναβράζω  (el ) boil over, reboil (ανάβρασα) (αναβρασμένος)
αναβρύζω  (el ), ➤αναβλύζω
αναβρυώ  (el ), ➤αναβλύζω
ανάβω  (el ) light άναψα ανάβομαι ανάφτηκα αναμμένος
αναγαλλιάζω  (el ) delight, rejoice αναγάλλιασα αναγαλλιασμένος
αναγγέλλω  (el ), αναγγέλω announce ανήγγειλα, ανάγγειλα αναγγέλλομαι αναγγέλθηκα αναγγελμένος
αναγελώ  (el ), αναγελάω make fun of αναγέλασα
αναγεννώ  (el ), αναγεννάω regenerate αναγέννησα αναγεννιέμαι, αναγεννώμαι αναγεννήθηκα αναγεννημένος
αναγέρνω  (el ) recline ανάγειρα αναγερμένος
αναγιγνώσκω  (el ) § read
αναγινώσκω  (el ) read ανέγνωσα αναγινώσκομαι ανεγνώσθη
αναγκάζω  (el ) compel ανάγκασα αναγκάζομαι αναγκάστηκα αναγκασμένος
lick (lips) αναγλείφομαι  (el )
αναγνώθω  (el ) , αναγνώνω § read ανάγνωσα
αναγνωρίζω  (el ) recognise αναγνώρισα αναγνωρίζομαι αναγνωρίστηκα αναγνωρίστηκαμένος
αναγομώνω  (el ) reload, recharge αναγόμωσα αναγομώνομαι
αναγορεύω  (el ) nominate, appoint αναγόρευσα αναγορεύομαι αναγορεύτηκα, αναγορεύθηκα αvαγορευμένος
αναγουλιάζω  (el ) nauseate αναγούλιασα αναγουλιασμένος
αναγραμματίζω  (el ) anagrammatise αναγραμμάτισα αναγραμματισμένος
αναγράφω  (el ) make a record ανέγραψα αναγράφομαι αναγράφηκα, αναγράφτηκα αναγραμμένος
αναγυρίζω  (el ) invert αναγύρισα αναγυρισμένος
ανάγω  (el ) reduce (maths), start pass, set sail pass ανήγαγα ανάγομαι ανάχθηκα
αναδακρυώνω  (el ) weep, cry
αναδαμαλίζω  (el ) revaccinate αναδαμάλισα
αναδασώνω  (el ) reforest αναδάσωσα αναδασώνομαι αναδασώθηκα αναδασωμένος
αναδεικνύω  (el ), αναδείχνω emphasise ανέδειξα, ανάδειξα αναδεικνύομαι, αναδείχνομαι, αναδείκνομαι αναδείχθηκα, αναδείχτηκα αναδειγμένος
αναδένω  (el ) tie up ανάδεσα αναδένομαι αναδεμένος
αναδεύω  (el ) agitate ανάδεψα αναδεύομαι αναδεύτηκα αναδευμένος
stand surety αναδέχομαι  (el ) αναδέχτηκα, αναδέχθηκα
αναδημιουργώ  (el ) regenerate αναδημιούργησα αναδημιουργούμαι αναδημιουργήθηκα αναδημιουργημένος
αναδημοσιεύω  (el ) republish αναδημοσίευσα αναδημοσιεύομαι αναδημοσιεύτηκα, αναδημοσιεύθηκα αναδημοσιευμένος
αναδιαμορφώνω  (el ) refashion, reshape αναδιαμόρφωσα
αναδιανέμω  (el ) redistribute αναδιένειμα αναδιανέμομαι
αναδιαρθρώνω  (el ) restructure αναδιάρθρωσα αναδιαρθρώνομαι αναδιαρθρώθηκα αναδιαρθρωμένος
αναδιατυπώνω  (el ) reword αναδιατύπωσα αναδιατυπώνομαι αναδιατυπώθηκα αναδιατυπωμένος
αναδίδω  (el ), αναδίνω steam, smell ανέδιδα , ανέδινα αναδίδομαι αναδόθηκα
αναδιοργανώνω  (el ) reorganise αναδιοργάνωσα αναδιοργανώνομαι αναδιοργανώθηκα αναδιοργανωμένος
αναδιορίζω  (el ) reappoint αναδιόρισα αναδιορίζομαι αναδιορίστηκα
αναδιπλασιάζω  (el ) redouble αναδιπλασίασα αναδιπλασιάζομαι αναδιπλασιάστηκα αναδιπλασιασμένος
αναδιπλώνω  (el ) collapse, retreat pass αναδίπλωσα αναδιπλώνομαι αναδιπλώθηκα αναδιπλωμένος
αναδιφώ  (el ) scrutinise, search αναδίφησα
αναδομώ  (el ) restructure, rearrange αναδόμησα αναδομούμαι αναδομήθηκα
rise (to surface) αναδύομαι  (el ) αναδύθηκα
αναζητώ  (el ), αναζητάω seek, search for αναζήτησα αναζητιέμαι, αναζητούμαι αναζητήθηκα
αναζωογονώ  (el ) revive αναζωογόνησα αναζωογονούμαι αναζωογονήθηκα αναζωογονημένος
αναζωπυρώνω  (el ), αναζωπυρώ rekindle, revive αναζωπύρωσα αναζωπυρώνομαι αναζωπυρώθηκα αναζωπυρωμένος
αναθάλλω  (el ) reflower ανέθαλα
αναθαρρεύω  (el ), αναθαρρώ feel encouraged αναθάρρεψα, αναθάρρησα αναθαρρεμένος, αναθαρρημένος
αναθαρρύνω  (el ) hearten αναθάρρυνα αναθαρρύνομαι
αναθεματίζω  (el ) curse αναθεμάτισα αναθεματίζομαι αναθεματίστηκα αναθεματισμένος
αναθεμελιώνω  (el ) re-establish αναθεμελίωσα
αναθερμαίνω  (el ) reheat αναθέρμανα αναθερμαίνομαι αναθερμάνθηκα αναθερμασμένος
αναθέτω  (el ) assign ανέθεσα, ανάθεσα ανατίθεμαι, αναθέτομαι ανατέθηκα, ανετέθην ανατεθειμένος
αναθεωρώ  (el ) revise αναθεώρησα αναθεωρούμαι αναθεωρήθηκα αναθεωρημένος
αναθιβάλλω  (el ), αναθιβάνω recall, relate αναθίβαλα
αναθρέφω  (el ), ➤ανατρέφω
αναθρώσκω  (el ) jump onto
αναθυμώ  (el ) recall, remind
αναθυμάμαι  (el ), αναθυμούμαι αναθυμήθηκα αναθυμημένος
αναθυμίζω  (el ) remind, recall αναθύμισα
αναθυμούμαι  (el ), ➤αναθυμάμαι
αναιρεσιβάλλω  (el ) appeal αναιρεσιέβαλα αναιρεσιβλήθηκα
αναιρώ  (el ) refute αναίρεσα αναιρούμαι αναιρέθηκα αναιρεμένος
αναισθητοποιώ  (el ) anaesthetise αναισθητοποίησα αναισθητοποιούμαι αναισθητοποιήθηκα αναισθητοποιημένος
αναισθητώ  (el ), αναιστητώ anaesthetise
ανακαθίζω  (el ) sit up ανακάθισα ανακάθομαι ανακαθισμένος
ανακαινίζω  (el ) renovate ανακαίνισα ανακαινίζομαι ανακαινίστηκα ανακαινισμένος
ανακαλύπτω  (el ) discover ανακάλυψα ανακαλύπτομαι ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα ανακαλυμμένος
ανακαλώ  (el ) revoke ανακάλεσα ανακαλούμαι ανακλήθηκα ανακλημένος
ανακάμπτω  (el ) reappear, recover ανέκαμψα
ανακαρώνω  (el ) revitalise ανακάρωσα
ανακαταγράφω  (el ) rerecord ανακαταγράφομαι
ανακατακτώ  (el ) reconquer ανακατάκτησα
ανακαταλαμβάνω  (el ) recapture ανακατέλαβα ανακαταλαμβάνομαι ανακαταλήφθηκα ανακατειλημμένος
ανακατανέμω  (el ) redistribute ανακατένειμα ανακατανέμομαι ανακατανεμήθηκα ανακατανεμημένος
ανακατασκευάζω  (el ) rebuild ανακατασκεύασα ανακατασκευάζομαι ανακατασκευάστηκα
ανακατατάσσω  (el ) reorganise ανακατέταξα ανακατατάσσομαι ανακατατάχτηκα
ανακατευθύνω  (el ) Ø divert, redirect ανακατευθύνομαι
ανακατεύω  (el ) mix, blend ανακάτεψα ανακατεύομαι ανακατεύτηκα ανακατεμένος
ανακατώνω  (el ) jumble ανακάτωσα ανακατώνομαι ανακατώθηκα ανακατωμένος
ανακεφαλαιοποιώ  (el ) recapitalise ανακεφαλαιοποίησα
ανακεφαλαιώνω  (el ) summarise ανακεφαλαίωσα ανακεφαλαιώνομαι ανακεφαλαιώθηκα ανακεφαλαιωμένος
ανακηρύσσω  (el ) nominate ανακήρυξα ανακηρύσσομαι ανακηρύχθηκα, ανακηρύχτηκα ανακηρυγμένος
ανακινώ  (el ) agitate ανακίνησα ανακινούμαι ανακινήθηκα ανακινημένος
ανακλαδίζω  (el ) stretch out (arms, legs) ανακλάδισα ανακλαδίζομαι ανακλαδίστηκα ανακλαδισμένος
ανακλαδώνω  (el ) branch out (trees) ανακλάδωσα ανακλαδώνομαι ανακλαδώθηκα ανακλαδωμένος
(ανακλίνω) ανακλίνομαι  (el ) ανακλίθηκα ανακεκλιμένος
ανακλώ  (el ) reflect ανάκλασα ανακλώμαι ανακλάστηκα ανακλασμένος
ανακοινοποιώ  (el ) Ø reapply, renotify ανακοινοποίησα ανακοινοποιούμαι
ανακοινώνω  (el ), ανακοινώ declare, announce, proclaim ανακοίνωσα ανακοινώνομαι ανακοινώθηκα ανακοινωμένος
ανακόπτω  (el ) check ανέκοψα ανακόπτομαι ανακόπηκα
ανακουνώ  (el ), ➤ανακινώ
ανακουφίζω  (el ) alleviate ανακούφισα ανακουφίζομαι ανακουφίστηκα ανακουφισμένος
ανακράζω  (el ) exclaim ανέκραξα
ανακρεμώ  (el ), ανακρεμνώ suspend ανακρέμασα ανακρεμασμένος
ανακριβολογώ  (el ) prevaricate ανακριβολόγησα
ανακρίνω  (el ) interrogate ανέκρινα, ανάκρινα ανακρίνομαι ανακρίθηκα ανακριμένος
ανακρούω  (el ) strike up, play ανέκρουσα ανακρούομαι ανακρούστηκα, ανακρούσθηκα
ανακτώ  (el ) regain ανέκτησα ανακτώμαι ανακτήθηκα ανακτημένος
ανακυκλώνω  (el ) recycle ανακύκλωσα ανακυκλώνομαι ανακυκλώθηκα ανακυκλωμένος
ανακυκώ  (el ) agitate
ανακύπτω  (el ) arise ανέκυψα
αναλαμβάνω  (el ), αναλαβαίνω undertake, take on ανέλαβα, ανάλαβα αναλαμβάνομαι αναλήφθηκα ανειλημμένος
αναλάμπω  (el ) gleam ανέλαμψα
αναλίσκω  (el ), ➤αναλώνω spend, use (ανάλισκα αναλίσκομαι αναλισκόμουν
αναλιώνω  (el ) melt, weaken ανάλιωσα
think about αναλογίζομαι  (el ) αναλογίστηκα
αναλογώ  (el ) proportionate αναλογούσα
αναλύω  (el ) analyse ανέλυσα, ανάλυσα αναλύομαι αναλύθηκα αναλυμένος
αναλώ  (el ) melt, discourage αναλούσα
αναλώνω  (el ), ➤αναλίσκω consume, spend ανάλωσα αναλώνομαι αναλώθηκα αναλωμένος
αναμαλλιάζω  (el ) dishevel αναμάλλιασα αναμαλλιάζομαι αναμαλλιάστηκα αναμαλλιασμένος
αναμασώ  (el ), αναμασάω ruminate αναμάσησα αναμασιέμαι, αναμασώμαι αναμασήθηκα αναμασημένος
αναμειγνύω  (el ), αναμιγνύω mix ανέμειξα αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι αναμείχθηκα αναμεμειγμένος
αναμέλπω  (el ) § sing ανέμελψα αναμέλπομαι
αναμένω  (el ) await, expect ανέμεινα αναμένομαι αναμενόμουν αναμενόμενος
αναμερίζω  (el ) move aside αναμέρισα αναμερίζομαι αναμερίστηκα
αναμεταδίδω  (el ), αναμεταδίνω retransmit αναμετέδωσα αναμεταδίδομαι αναμεταδόθηκα αναμεταδομένος
αναμετρώ  (el ), αναμετράω assess αναμέτρησα αναμετριέμαι, αναμετρούμαι αναμετρήθηκα αναμετρημένος
αναμηρυκάζω  (el ) ruminate αναμηρύκαζα αναμηρυκάζομαι αναμηρυκασμένος
αναμιγνύομαι  (el ), ➤αναμειγνύω
αναμιγνύω  (el ), αναμειγνύω mix, blend, involve
αναμισθώνω  (el ) re-lease αναμίσθωσα αναμισθώνομαι
αναμορφώνω  (el ) reform αναμόρφωσα αναμορφώνομαι αναμορφώθηκα αναμορφωμένος
αναμοχλεύω  (el ) stir, agitate αναμόχλευσα αναμοχλεύομαι αναμοχλεύτηκα, αναμοχλεύθηκα αναμοχλευμένος
αναμπαίζω  (el ), ανεμπαίζω, ➤εμπαίζω mock, ridicule ανέμπαιξα αναμπαίζομαι
ανανεώνω  (el ) renew ανανέωσα ανανεώνομαι ανανεώθηκα ανανεωμένος
ανανήφω  (el ) recover ανένηψα
remember ανανογιέμαι  (el ) § ανανοήθηκα
αναντρανίζω  (el ) (Cretan) look up, raise (eyes) αναντράνισα
αναξαίνω  (el ) card again, rake
αναξέω  (el ) scratch, stir up ανέξεσα, ανέξυσα
αναξιοπαθώ  (el ) suffer αναξιοπάθησα
αναξύω  (el ) scrape, rasp
αναπαλαιώνω  (el ) renovate, restore αναπαλαίωσα αναπαλαιώνομαι αναπαλαιώθηκα αναπαλαιωμένος
αναπάλλω  (el ) swing αέπαλλα αναπάλλομαι
αναπαράγω  (el ) reproduce αναπαρήγαγα αναπαράγομαι αναπαράχθηκα (αναπαραγμένος)
αναπαριστάνω  (el ), αναπαριστώ, αναπαρασταίνω re-enact αναπαρέστησα αναπαριστάνομαι, αναπαρίσταμαι, αναπαρασταίνομαι αναπαραστάθηκα
αναπαύω  (el ) give rest ανέπαυσα αναπαύομαι αναπαύθηκα, αναπαύτηκα αναπαυμένος, αναπαμένος
αναπέμπω  (el ) refer back, offer ανέπεμψα αναπέμπομαι αναπέμφθηκα
αναπεταρίζω  (el ) flutter (wings), flirt αναπετάρισα
αναπετώ  (el ) fly αναπέταξα
αναπηδώ  (el ), αναπηδάω, ➤ξεπηδώ bounce, leap αναπήδησα
αναπιάνω  (el ) knead ανάπιασα αναπιάνομαι αναπιάστηκα αναπιασμένος
αναπλάθω  (el ), αναπλάσσω remodel ανέπλασα αναπλάθομαι αναπλάστηκα αναπλασμένος
αναπλειστηριάζω  (el ) re-auction αναπλειστηρίασα αναπλειστηριάζομαι αναπλειστηριάστηκα
αναπλέκω  (el ) weave, braid ανέπλεξα αναπλέκομαι αναπλέχτηκα
αναπλέω  (el ) sail off ανέπλευσα
αναπληρώνω  (el ) replace αναπλήρωσα αναπληρώνομαι αναπληρώθηκα αναπληρωμένος
αναπλωρίζω  (el ), αναπρωρίζω sail (against wind & current) αναπλώρισα, ανεπλώρισα
αναπνέω  (el ) breathe ανέπνευσα, ανάπνευσα
αναποδιάζω  (el ) be irritable αναπόδιασα αναποδιασμένος
αναποδίζω  (el ) reverse αναπόδισα
αναποδογυρίζω  (el ) overturn αναποδογύρισα αναποδογυρίζομαι αναποδογυρίστηκα αναποδογυρισμένος
αναπολώ  (el ) recall, remember αναπόλησα
αναπροσανατολίζω  (el ) reorient αναπροσανατόλισα αναπροσανατολίζoμαι
αναπροσαρμόζω  (el ) readjust αναπροσάρμοσα αναπροσαρμόζομαι αναπροσαρμόστηκα αναπροσαρμοσμένος
αναπροσαρτώ  (el ) reannex αναπροσάρτησα
αναπροσλαμβάνω  (el ), ➤επαναπροσλαμβάνω reemploy αναπροσέλαβα αναπροσλαμβάνομαι
αναπρωρίζω  (el ), ➤αναπλωρίζω
αναπτερώνω  (el ), αναφτερώνω raise (spirits) αναπτέρωσα, αναφτέρωσα αναπτερώνομαι, αναφτερώνομαι αναπτερώθηκα, αναφτερώθηκα αναπτερωμένος, αναφτερωμένος
αναπτύσσω  (el ) develop ανέπτυξα, ανάπτυξα αναπτύσσομαι αναπτύχθηκα ανεπτυγμένος
ανάπτω  (el ), ανάφτω switch on ανάπτησα ανάπτομαι αναπτήθηκα αναπτωμένος
αναπυρώνω  (el ) reignite αναπύρωσα αναπυρώνομαι αναπυρώθηκα αναπυρωμένος
αναριγώ  (el ), αναριγάω, αναρριγώ shiver αναρίγησα, αναρρίγησα
αναριεύω  (el ) dilute, spread out ανάριεψα
αναρίχνω  (el ), ➤αναρρίχνω
αναρπάζω  (el ) plunder ανάρπαξα, ανάρπασα αναρπάζομαι
αναρριγώ  (el ), ➤αναριγώ
αναρριπίζω  (el ) bellows, fan αναρρίπισα αναρριπίζομαι
αναρρίχνω  (el ), αναρίχνω throw/toss over ανάρριξα, ανάριξα
climb up αναρριχώμαι  (el ), αναρριχιέμαι αναρριχήθηκα αναρριχημένος
αναρροφώ  (el ) suck, absorb αναρρόφησα αναρροφώμαι
αναρρυθμίζω  (el ) amend, reorder αναρρύθμίσα
αναρρώνω  (el ) get better ανάρρωσα, ανέρρωσα
αναρτώ  (el ) hang, suspend ανάρτησα αναρτώμαι, αναρωτιέμαι αναρτήθηκα αναρτημένος
govern anarchically αναρχούμαι  (el )
αναρωτώ  (el ), ανερωτώ enquire αναρώτησα
ponder αναρωτιέμαι  (el ) αναρωτήθηκα
ανασαίνω  (el ) sigh ανάσανα
ανασαλεύω  (el ) move (gently) ανασάλεψα ανασαλεύομαι ανασαλεύτηκα
ανασέρνω  (el ), ➤ανασύρω
ανασηκώνω  (el ) lift, pry open ανασήκωσα ανασηκώνομαι ανασηκώθηκα ανασηκωμένος
ανασκάβω  (el ), ανασκάπτω dig up ανέσκαψα ανασκάβομαι ανασκάφτηκα ανασκαμμένος
ανασκαλεύω  (el ) rummage ανασκάλεψα ανασκαλεύομαι ανασκαλεύτηκα
ανασκαλώνω  (el ) climb ανασκάλωσα
ανασκάπτω  (el ), ανασκάφτω, ανασκάβω dig up ανέσκαψα ανασκάπτομαι, ανασκάφτομαι ανασκάφηκα, ανασκάφτηκα ανασκαμμένος
ανασκελώνω  (el ) throw flat on back ανασκέλωσα ανασκελώνομαι ανασκελώθηκα ανασκελωμένος
ανασκευάζω  (el ) rebut, refute ανασκεύασα ανασκευάζομαι ανασκευάστηκα ανασκευασμένος
ανασκιρτώ  (el ), ανασκιρτάω be startled ανασκίρτησα
ανασκολοπίζω  (el ) impale ανασκολόπισα ανασκολοπίζομαι ανασκολοπίστηκα ανασκολοπισμένος
ανασκοπώ  (el ) survey ανασκόπησα ανασκοπούμαι ανασκοπήθηκα
ανασκουμπώνω  (el ) roll up (sleeves) ανασκούμπωσα ανασκουμπώνομαι ανασκουμπώθηκα ανασκουμπωμένος
kiss ανασπάζομαι  (el ) ανασπάστηκα ανασπασμένος
ανασπώ  (el ) extract ανέσπασα ανασπώμαι
(ανάσσω (el ) reign
ανασταίνω  (el ), αναστένω, αναστήνω revive, resurrect ανάστησα, ανέστησα ανασταίνομαι, αναστένομαι αναστήθηκα αναστημένος
αναστατώνω  (el ) disturb αναστάτωσα αναστατώνομαι αναστατώθηκα αναστατωμένος
αναστέλλω  (el ) pause ανέστειλα αναστέλλομαι αναστάλθηκα ανεσταλμένος
αναστενάζω  (el ) sigh, groan αναστέναξα
αναστένω  (el ), ➤ανασταίνω
αναστηλώνω  (el ), αναστυλώνω restore αναστήλωσα αναστηλώνομαι αναστηλώθηκα αναστηλωμένος
αναστήνω  (el ), ➤ανασταίνω
αναστομώνω  (el ) ream, enlarge αναστόμωσα αναστομώνομαι
? recall αναστορούμαι  (el )
? recall αναστοχάζομαι  (el )
αναστρέφω  (el ) reverse ανέστρεψα αναστρέφομαι αναστράφηκα ανεστραμμένος
αναστυλώνω  (el ), αναστηλώνω support αναστύλωσα αναστυλώνομαι αναστυλώθηκα αναστυλωμένος
ανασυγκροτώ  (el ) rebuild ανασυγκρότησα ανασυγκροτούμαι ανασυγκροτήθηκα ανασυγκροτημένος
ανασυνδέω  (el ) reunite ανασυνέδεσα ανασυνδέομαι ανασυνδέθηκα ανασυνδεδεμένος
ανασυνδυάζω  (el ) recombine; anneal (molecular biology) ανασυνδύασα
ανασυνθέτω  (el ) restructure ανασυνέθεσα, ανασύνθεσα ανασυντίθεμαι, ανασυνθέτομαι ανασυντέθηκα ανασυντεθειμένος
(ανασυνιστώ (el ) reconstitute ανασυνέστησα ανασυνιστώμαι ανασυστάθηκα ανασυνεστημένος
ανασυνοικίζω  (el ) re-establish, resettle
ανασυντάσσω  (el ) reorganise ανασύνταξα, ανασυνέταξα ανασυντάσσομαι ανασυντάχθηκα ανασυντεταγμένος
ανασύρω  (el ), ανασέρνω retract ανέσυρα, ανάσυρα ανασύρομαι ανασύρθηκα ανασυρόμενος
ανασυστήνω  (el ), ανασυσταίνω reconstitute ανασύστησα ανασυστήνομαι ανασυστάθηκα ανασυστημένος
ανασχηματίζω  (el ) reassemble ανασχημάτισα ανασχηματίζομαι ανασχηματίστηκα ανασχηματισμένος
(ανάσχω (el ) ? arrest, inhibit ανάσχεσα ανάσχομαι ανασχέθηκα ανασχεμένος
ανατάμω  (el ), ➤ανατέμνω
αναταράζω  (el ), αναταράσσω shake ανατάραξα αναταράζομαι, αναταράσσομαι αναταράχτηκα, αναταράχθηκα αναταραγμένος
ανατάσσω  (el ), ανατάζω reset, reposition ανέταξα
ανατείνω  (el ) lift up ανάτεινα ανατείνομαι ανατάθηκα ανατεταμένος
ανατέλλω  (el ) rise, appear ανέτειλα, ανάτειλα
ανατέμνω  (el ), ανατάμω dissect ανατέμνομαι ανατμήθηκα ανατετμημένος
ανατίθεμαι  (el ), ➤αναθέτω
ανατιμολογώ  (el ) reinvoice, reprice ανατιμολόγησα
ανατιμώ  (el ) increase ανατίμησα ανατιμώμαι ανατιμήθηκα ανατιμημένος
ανατινάζω  (el ), ανατινάσσω explode ανατίναξα ανατινάζομαι ανατινάχτηκα, ανατινάχθηκα ανατιναγμένος
ανατοκίζω  (el ) capitalise (interest) ανατόκισα ανατοκίζομαι ανατοκίστηκα ανατοκισμένος
ανατοποθετώ  (el ) replace ανατοποθέτησα ανατοποθετούμαι ανατοποθετήθηκα ανατοποθετημένος
ανατρέπω  (el ) defeat ανέτρεψα ανατρέπομαι ανατράπηκα
ανατρέφω  (el ), αναθρέφω nurture, bring up ανέτρεψα, ανέθρεψα, ανάθρεψα αναθρέφομαι ανατράφηκα, αναθράφηκα αναθρεμμένος, ανατρεμμένος
ανατρέχω  (el ) go back ανέτρεξα, ανάτρεξα
ανατριχιάζω  (el ) tremble (with fear) ανατρίχιασα ανατριχιασμένος
ανατροφοδοτώ  (el ) supply ανατροφοδότησα ανατροφοδοτούμαι ανατροφοδοτήθηκα
ανατσουτσουρώνω  (el ) tremble (with fear) ανατσουτσούρωσα
ανατυπώνω  (el ) reprint ανατύπωσα ανατυπώνομαι ανατυπώθηκα ανατυπωμένος
appear αναφαίνομαι  (el ) αναφάνηκα
αναφέρω  (el ) mention, cite ανέφερα, (ανάφερα) αναφέρομαι αναφέρθηκα
αναφλέγω  (el ) ignite ανάφλεξα αναφλέγομαι (αναφλέχθηκα)
αναφουφουλιάζω  (el ) fluff up αναφουφούλιαζα
αναφτερουγίζω  (el ) flutter
αναφτερώνω  (el ), ➤αναπτερώνω
ανάφτω  (el ), ➤ανάπτω
arise αναφύομαι  (el ) αναφυόμουν , (ανεφύην)
αναφυσώ  (el ) blow (kindle) αναφύσησα, αναφύσηξα
αναφυτεύω  (el ) replant αναφύτεψα αναφυτεύομαι αναφθτεύτηκα
αναφωνώ  (el ) exclaim αναφώνησα
αναχαιτίζω  (el ) restrain αναχαίτισα αναχαιτίζομαι αναχαιτίστηκα αναχαιτισμένος
αναχαράζω  (el ) ruminate αναχάραξα αναχαράζομαι
αναχθώ  (el ), ➤ανάγω reduce (maths)
αναχρονίζω  (el ) to be outdated αναχρόνισα
αναχωματίζω  (el ) heap up αναχωμάτισα
αναχωματώνω  (el ) heap up αναχωμάτωσα
αναχωνεύω  (el ) recast αναχώνευσα αναχωνεύομαι αναχωνεύτηκα αναχωνευμένος
αναχώνω  (el ) bury ανάχωσα
αναχωρώ  (el ) depart αναχώρησα
αναψηλαφώ  (el ) review αναψηλάφησα
αναψοκοκκινίζω  (el ) redden (face), blush αναψοκοκκίνισα αναψοκοκκινισμένος
αναψύχω  (el ) recreate, recover ανέψυξα αναψύχομαι
αναψυχώνω  (el ) cheer up αναψύχωσα αναψυχώνομαι

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008), G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria; Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: